Tuesday, August 23, 2011

Τέχνη: Μιας κάποιας ηλικίας και μιας κάποιας αηδίας.

Η μανδάμ Τέχνη...
Κοκότα πολυτελείας κι ελευθέρων ηθών ανέκαθεν, πάντα με μέτρο τους καιρούς της, συμβάδιζε με τον άνθρωπο από ιδρύσεως κόσμου.
Απ' τους πρώτους που ζούσαν σε σπηλιές και ζουγράφιζαν στους τοίχους αυτά που σκότωναν και χλαπάκιαζαν, μέχρι σήμερις που 'χει γίνει χέσε μέσα εμπόριο.
Γεννήθηκε το λοιπόν και μεγάλωνε μαζί του.
 
Στις αρχές ήτο νεογνό ένεκα κι η ζωή απλή. 
Οι προϊστορικοί δεν της πολυδίνανε σημασία, μόνο τρώγανε, πίνανε, δουλεύανε και κάνανε και πολέμους αβέρτα να μη σκουριάζουνε από το ραχάτι. Για "το δίκαιο και τα ιδανικά" λέγανε στην πλέμπα οι κοτζαμπάσηδες, αλλά στην πραγματικότητα βάζανε τους φουκαράδες να σκοτώνονται για να 'χουν μεγαλύτερες κονομησιές οι ίδιοι και η κλίκα τους.
Με τον καιρό βρίσκανε κι επιστήμες για να τρώνε και να πίνουν καλύτερα, επίσης να κλαδεύουν κι ο ένας τον άλλον πιο γρήγορα, καθότι ο χρόνος είναι χρήμα. 


Αλλά πάντα τους έτρωγε ο σβέρκος τους πώς ν' αφήσουν στις επόμενες γενιές τη σοφία τους, τις σπουδαίες ιδέες που κατέβαζε η γκλάβα τους κι ας ήταν προϊόν πυτιράλευρου, όπως επίσης και το αίσθημα κάλλους που τους κυρίευε όταν δεν κουτουλάγανε τα κεφάλια τους σαν τα τραγιά κι ήντουσαν σ' αγρανάπαυση.
 - Ν' αφήκωμεν πολιτισμό οπίσω μας, να μη λένε οι επόμενοι "οι πρόγονοί μας ήσαν πλίνθοι και δη ακατέργαστοι".
 
Σ' όλα τα μήκη και τα πλάτη, κοιτάζανε να βρουν τρόπους να εκφράζουνται ποικιλοχρώμως και περικαλλώς. Άρχισε ν' ακμάζει αυτή η έκφραση και τό 'πανε τέχνη... μια χαρά δηλαδής, ν' ανοίγουνε μάτια κι αυτιά, να δουλεύει και λίγο το ξερό τους, να γίνουνε άνθρωποι που ήντουσαν τσιμεντόλιθοι και μόνο ταβερνόξυλο ξέρανε να παίζουνε..
 
Κι αυτή η τέχνη μεγάλωσε κι έγινε από πιτσιρίκα ολόκληρη γυναίκα, γιατί περάσανε χιλιάδες χρόνια.
Ως γνωστόν, ο άνθρωπος είναι το μόνο ζώο που τρώει χωρίς να πεινάει, πίνει χωρίς να διψάει και μιλάει χωρίς να έχει τίποτα να πει. Αυτό εφάρμοσε και στην τέχνη.
Γιατί εκτός απ' τους καλούς που τη γούσταραν σεμνά και ταπεινά, υπήρχαν χιλιάδες άλλοι ντενεκέδες που νόμισαν ότι είναι καλλιτέχνες κι ας είχανε κεφάλι αγκωνάρι. Την τάισαν σαβούρα και φρόκαλα, την ξεχειλώσανε, την παχύνανε κι έγινε σα φακλάνα. Τη ντύσανε και μασκαράτα, της φορέσανε και χρυσούς χαλκάδες κι από ανάλαφρη και κομψή καλντεριμιτζού, έφτασε κι έγινε σα γιαγλίδικια* βιζιτού σε χαμαιτυπείο τελευταίας διαλογής. 



Και φτάνει στις μέρες μας γραία, χοντρολίπαρη, ρυτιδιασμένη, με ραγάδες και διπλοσάγονα.
Κάτι απ' τα νιάτα της αχνοφέγγει, γιατί κάπου-κάπου ξεπετιέται κάτιτις που αξίζει.
Αλλά η γενικότερη παρακμή της φαίνεται κι ας είσαι αόμματος. Γιόμισε ο τόπος καλλιτέχνες που ασελγούν παραφύση πάνω της κι αυτοαποκαλούνται δημιουργοί. 
Κι ως είθισται, ο δημιουργός πιστεύει ότι ανακάλυψε τον τροχό κι είναι μέγιστος καλλιτέχνης γιατί προσφέρει στην ανθρωπότητα το ταλέντο του.
Και δε βρίσκεται ένας νοματαίος να του σκάσει μια στράκα και να του πει "α πάγαινε ρε φάβα να κουρεύεις αμνοερίφια". Μόνο μαζεύουνται αυτοί αναμετάξυ τους και επαινούν ο ένας τον άλλο. Άλλα λένε, άλλα εννοούν κι άλλα καταλαβαίνει ο καθένας τους θαυμάζοντας τα έργα του καλλιτέχνη. Και μόλις γυρίσει την πλάτη, παίρνει φτυάρι τρίδιπλο κι αρχίζει το θάψιμο "άντε ρε κρετίνε με τις αηδίες που μας πασάρεις. Μια γελάδα πράσινη με τρία κεφάλια που οδηγάει μοτοσακό δεν είναι αριστούργημα, είναι αρρωστούργημα. Κι αν εσύ είσαι καλλιτέχνης, εγώ είμαι ο Ελ Γκρέκο".
 
Ο κοσμάκης πάλι που δε σκαμπάζει γρι κι έχει μεσάνυχτα από κουλτούρες, άμα τα βλέπει λέει "ντάξ, καλά είναι αλλά δεν τρέχει και τίποτα" εφόσον όλη μέρα παλεύει να βρει ένα κομμάτι ψωμί να φάει γιατί έχει γίνει σα σκουράτζος* απ' την πείνα και την ψιλοέχει αφοδευμένη την τέχνη και τους υπηρέτες της.
Αλλά ενίοτε πάει στις πολιτιστικές μαζώξεις γιατί, όπως είπε και ο παππούς Αριστοτέλης, ο άνθρωπος είναι ζώον κοινωνικό. Αλλά τις περισσότερες φορές βλαστημάει σα ζώο και σπανίως κοινωνεί και φχαριστιέται.
 

" Kάποτε υπήρχαν ηθοποιοί που προσπαθούσαν να γίνουν σταρ. 
   Tώρα υπάρχουν σταρ που προσπαθούν να γίνουν ηθοποιοί."
...
Αυτό δεν το' πα γω, το' πε πριν καμιά τριανταριά χρόνια ο Λώρενς Ολίβιε που' ταν σερ, ήταν και μεγάλος θεατρίνος και κάθε φορά πού 'βγαινε στο σανίδι έπαιζε τις κάλτσες του και το κοινό τον χειροκροτούσε ραγδαίως. 


 
Όπερ το θέατρο είναι μέρος της τέχνης κι αυτό, σχολείο κατά την αρχαιότητα και πολιτισμός γενικά.
Σαν είδος τέχνης είναι ομαδική, γιατί μαζεύουνται κάμποσοι και λένε αυτά που έγραψε ένας άλλος. Και τις περισσότερες φορές έχει συνάμα μουσικές, σκηνικά, κοστούμια και φώτα. Κάποιες μάλιστα, σπάνιες, έχει και θεατές.
Κι άμα η παράσταση βγει καλή, μαθαίνεις πράγματα, ψυχαγωγείσαι, διασκεδάζεις και πας σπίτι σου βελτιωμένο τούβλο.
Άμα όμως βγει γεώμηλον, μουγγανάς σαν το μουσκάρι, κοιτάς σα μπούφος και παθαίνει ο δείκτης νοημοσύνης σου ανεπανόρθωτη βλάβη.
 
Ως κομμάτι της τέχνης λοιπόν, ακολούθησε κι αυτό την πορεία της και την εξέλιξη της. Ένα από τ' αποτελέσματα είναι και το παραπάνω που είπε ο σερ.
Γιατί με τις τηλεοράσεις και τα υπόλοιπα μέσα μαζικής εφημερότητας, γίνεσαι γνωστός ακόμα και με το ζόρι.
Αλλά άμα ανέβεις στη σκηνή και δεν το κατέχεις το άθλημα, τί θα κάνεις; Θα τρέχεις στα τέσσερα και θα βελάζεις;
Κι όμως...
 
Απόγευμα και βαριέσαι. Έχει ασπρίσει ο μάτις σου να κοιτάει το ταβάνι από τις πολύωρες ξάπλες.
Να σηκωθούμε να βγούμε όξω αδερφέ, γιατί ο καναπές έχει κάνει λακκούβα ο έρμος και δε βολεύει πολύ πια.
Ας δούμε τι κάνει η φίλη μας η Ελένη που κουλτουριάζεται ανελλειπώς και διαθέτει πνεύμα οξύ και ποιοτικόν.
 - Πάμε για κανένα ποτό ρε;
 - Α δε δύναμαι, θα πάω εις το θέατρον που μ' έχουνε καλεσμένη, αν θες έλα παρέα, μόνη θα πάω εξάλλου.
 - Ε, και δεν πάμε.
 
Ανοιχτό το θεατράκι, δροσούλα άφθονη και παρέα η Ελένη ν' αναλύει τα πολιτιστικά πεπραγμένα της παρελθούσης χρονιάς. Έχει και καμιά πενηνταριά θεατές, οι περισσότεροι γεννημένοι πριν τη Μικρασιατική καταστροφή. Δε μας χαλάει τίποτα όμως, καθότι πήγαμε θέατρο να δούμε παράσταση κι όχι μπαρότσαρκα να χαλβαδιάζουμε μικρές σε διπλανά τραπέζια. 

Ένας Μαθουσάλας που καθότανε δίπλα μου παρέα με την κυρία Μαθουσάλα, μας είπε καλησπέρα χαμογελώντας και πολύ τον χάρηκα. Συμπαθέστατος ο υπερήλιξ, ήθελε κουβεντούλα αλλά ήταν ολίγον δύσκολο γιατί, παρόλο που φορούσε ακουστικό, δεν άκουγε μήτε κεραυνό ακόμα κι αν έπεφτε πάνου του. Αλλά μας είπε ότι ήτο πολύ θεατρόφιλος από προ εξ ανέκαθεν, πράγμα που μ' έκανε να σκεφτώ ότι θα 'χε δει και τις πρεμιέρες του Αισχύλου.
 
Βγήκε μια κοπελίτσα και μας είπε να κλείσουμε τα τηλέφωνα γιατί θ' αρχίσει το έργο. Και καλά έκανε γιατί οι μπαστουνόβλαχοι που αφήνουν ανοιχτά κινητά να χτυπάνε σε θέατρα και σινεμάδες, σηκώνουν ξύλο με βοϊδοτσούλι*. Άμα μάλιστα τα σηκώνουνε και μιλάνε λες κι είναι στη στρούγκα τους, χωράει και ανασκολοπισμός ή κοινώς παλούκωμα.
 
Μετά αρχίνισε. Βγήκε ένας πίτσικος* να τον λυπάσαι. Σαν τον Αη Γιάννη το νηστευτή. Ρακένδυτος, λιανός ακριδοφάγος κι ακούρευτος εκ γενετής. Έκλαιγε και μονολογούσε την κακή του τύχη, μοιρολογούσε κει για κάποια συγγενή του (μάλλον θεια του), δεν κατάλαβα πολλά να πω την αμαρτία μου, αλλά γέμισε μύξες τη σκηνή. Όταν απόσωσε το δράμα του, ήρθε να του κάνει παρέα μια νεαρά νταρντάνα, γαλατερή, ντυμένη μ' ένα γαλαζωπό μισοφόρι και τώρα γέμισε η σκηνή μπούτια και ξύγκια. Αυτή κάποιο άχτι είχε τον άλλονα κι άρχισε να του φωνάζει και να τσιρίζει σαν καραμούζα.
 
Γύρισα και έριξα μια ματιά στην Ελένη. Παρόλο που παρακολουθούσε τα δρώμενα, μου χαμογέλασε φευγαλέα σα νά 'λεγε "και που θες νά 'ξερα ρε;" πράγμα που πολύ μ' ανησύχησε κι ήθελα να φύγω χτες. Αλλά έκατσα και συνέχισα να παρακολουθώ... γιατί δεν ξέρω.
 
Αφού τέλειωσε η φοράδα το χλιμίντρισμα προς τον ακριδοφάγο, ήρθε κι ένας τρίτος. Αυτός πάλε, ήταν σα σβίγκος*, ντυμένος σαν κρεμμύδι που αναρωτιόμουν πώς και δεν έχει βγάλει τη μπέμπελη, μαδουκέφαλος μεν αλλά τα λίγα μαλλιά πο' χε πίσω ήταν βαμμένα κομοδινί. Ηλικία, τρέχα γύρευε αιώνα.
Μόλις άρχισε να μιλάει γέλασα, αν και δεν έπρεπε γιατί ήταν δράμα κι όχι κωμωδία. Όχι ότι έχω τίποτις δηλαδή με τους ομοφυλόφιλους, αντιθέτως γνωρίζω πολλούς αξιοπρεπείς και αξιόλογους, αλλά αυτός φίλε μου είχε ξεφύγει απ' το κλουβί με τις τρελές. Θυμήθηκα το σχωρεμένο το Χατζιδάκι που' χε πει "λένε πως οι καλλιτέχνες είναι είτε κομμουνιστές είτε ομοφυλόφιλοι. Εγώ πάντως δεν είμαι κομμουνιστής…" και σκέφτηκα να πάω μετά στα παρασκήνια να τον ρωτήσω την πολιτική ιδεολογία του.
 
Αρχίσανε σε κάποια στιγμή να ψιθυρίζουνε και οι τρεις στη σκηνή, ο κόσμος προσπαθούσε ν' ακούσει και δυσανασχετούσε, εκτός απ' το Μαθουσάλα δίπλα μου που 'ταν ευτυχισμένος, αφού έτσι κι αλλιώς δεν άκουγε. Και δε πρόκειται ν' άκουγε ούτε κι αν του σφήνωνες στ' αυτί χωνί από γραμμόφωνο.
 
Και το αποκορύφωμα ήρθε αναπάντεχο. Ο νεαρός κάποια στιγμή τρελαίνεται. Από την πολλή δυστυχία και τις συφορές... αρχίζει να τρέχει με τα τέσσερα πάνω στη σκηνή και να βελάζει! Η νταρντάνα έχει ανέβει σε μια καρέκλα που ήταν έτοιμη να σπάσει και τραγουδάει θούριους. Ο γηραιός προσπαθούσε να πιάσει το... πρόβατο μ' ένα σχοινί. Και να θέλεις να κρατηθείς μάστορα, δε γίνεται. 
 

 
Τελοσπάντων, η λαμπρή παράσταση κράτησε μιάμιση ώρα και στο τέλος πέθανε ο νηστευτής (προφανώς απ' την πείνα) κι έφυγε ο σβίγκος με τη φοραδοφοραδάρα, φοβερή πλάκα να τους σκέφτεσαι ζευγάρι και γελάνε μέχρι και οι κύνες. Ο κόσμος χειροκροτούσε χαλαρά εκτός από δυο-τρεις μπροστά, πού 'τανε μάλλον συγγενείς και φίλοι του απίθανου θιάσου και φωνάζανε "μπράβο" και "υπέροχο και συγκλονιστικό". Εγώ δεν κουνούσα τα χέρια μου μέχρι που με σκούντηξε η Ελένη με νόημα, σα να μού 'λεγε "χειροκρότα ρε μογγόλε μην μας πάρουν για βάρβαρους", οπότε κουνήθηκα ελαφρώς.
 
Κι όπως φεύγαμε να πάμε για κανένα ποτό να συνέλθουμε απ' την υπερβολική κουλτούρα, είπα στη δικιά μου "η τέχνη γέρασε Λενάκι". 
Ο κύριος Μαθουσάλας που έφευγε μετά της κυρίας του, ήταν μπροστά μας. Γύρισε, μας καληνύχτισε και είπε:
"Είχα την τύχη να δω μεγάλες παραστάσεις. Από το Λογοθετίδη μέχρι και τον Κουν. Κι επειδή έχω δει τόσες, ξέρω κάθε φορά που μπαίνω σ' ένα θέατρο τι παράσταση θα δω. Δεν ακούω πια καλά, αλλά είμαι πιο τυχερός από εσάς, γιατί αν αυτό που είδα το' χα ακούσει κιόλας, θα είχα παραφρονήσει. Οπότε, κλείνω το ακουστικό. Η τέχνη δε γέρασε, η τέχνη πέθανε".
 
 
Βρε το μπαγάσα τον αιωνόβιο! Μου την έφερε!
 
 
 
 
 
 
*:
Γιαγλίδικος: πολύ χοντρός.
Σκουράτζος: στραβωμένος και καχεκτικός.
Βοϊδοτσούλι: βούρδουλας, μαστίγιο.
Πίτσικος: Νεαρός, αγόρι.
Σβίγκος: Σπιτικό γλύκισμα που μοιάζει με λουκουμά, μτφ: κοντός και χοντρός.

7 comments:

  1. Το (πολύ) κακό είναι να σε πιάσει το νευρικό το γέλιο.


    Μην ανησυχείς όταν οι χορηγίες τελειώσουν οι "άρρωστοι" (και ταλαντούχοι) θα ξαναβγούν στην επιφάνεια όχι για τα λεφτά, που δεν θα υπάρχουν άλλωστε, αλλά για τον καημό που τους κατατρώει.

    Μέχρι τότε εαν είσαι αλλεργικός απέφευγε εντέχνως τα "έντεχνα".

    ReplyDelete
  2. Θεϊκό!
    Τι το θέλεις το θέατρο;
    Πήγαινε σε μια χασαποταβέρνα που είναι της κατηγορίας σου

    ReplyDelete
  3. χεχε! κάποτε είχα μια ιστοσελίδα, "αστυνομία θεάτρου", επειδή όμως έτυχε να παιχτεί κι΄ ένα δικό μου θεατρικό και δεν ήθελα να λένε πως είμαι καθίκι και θάβω τους άλλους...... κάνω το χαζό και δε μιλώ για θέατρο.....
    κουλτουρα να φύγουμε.....

    όπως και να έχει, θα δω και φέτος τουλάχιστον 50 παραστάσεις για τις οποίες θα μετανιώσω....

    νάσαι πάντα καλά

    ReplyDelete
  4. Το τι είδε ο μάτις μου, που λες και εσύ τούτο το χειμώνα δε λέγετε!
    Παρασυρμένη και παραστρατημένη ως μικρή κορασίδα,είδα τη βλακεία να την χειροκροτούν και τα συγγραφικά δίδυμα να μη προκάνουν να μαζεύουν ευρώ..πληρωμένη βλακεία σου λέω!
    Τα νεύρα μου κομποσκίνι!

    Απολαυστικός! για άλλη μια φορά...
    Πάω για δεύτερο γύρο...
    Τα σέβη μου!

    ReplyDelete
  5. Μεγάλε, τα διάβασα όλα όσα έγραψες.
    Έκανα και ένα σχόλιο σε εκείνο που κράζεις την τηλεόραση.
    ένα έχω να πω,
    ΡΙΣΠΕΚ και τέλος.
    Θα γελάω ένα μήνα!

    Λεωνίδας

    ReplyDelete
  6. Αν και το συγκεκριμένο θέμα συνήθως μου προκαλεί αποστροφή γιατί έχουμε γεμίσει "αφίσες" αντί για καλλιτέχνες και επειδή βραβεύουμε ουσιωδώς την κάθε ανούσια σαχλαμάρα που μας σερβίρουν σε πιάτα πλουμιστα, διαβάζοντας σε γέλασα και σε ευχαριστώ για αυτό.

    Την καλημέρα μου

    ReplyDelete
  7. Ωραίος ο Μαθουσάλας...
    Όντως το χειρότερο είναι να σε πιάσει νευρικό γέλιο. Να μη μπορείς να σταματήσεις και οι υπόλοιποι να σε κοιτάνε λες και τους χαλάς την ατμόσφαιρα. Βέβαια όπως σε όλα έτσι και στην Τέχνη (και κυρίως στην Τέχνη), περί ορέξεως...
    Κάθε φορά που κάποιος δημιουργεί κάποιος μπορεί να πάρει κάτι. Και όταν κάποιος θεωρεί οτι βλέπει τέχνη ίσως κι αυτός πάρει κάτι, άσχετα αν σε μας δε φαίνεται αξιόλογο το έργο.
    Ό,τι φέξει στον καθένα.
    Καλό βράδυ!

    ReplyDelete