Monday, August 08, 2011

ΙΚΑ-ΠΙΚΠΑ και λοιπά συναφή ιδρύματα...


Δημήτρης τ' όνομα, αξάδερφος η συγγένεια, τριάντα παρά η ηλικία.
Καλοσυνάτος μέχρι αγιοσύνης, φιλότιμος μέχρι δακρύων, αλλά κι αγαθιάρης μέχρι βλακείας.
Μεγάλωσε μες τα πόδια μου, μια πόρτα δίπλα, ψήλωσε και έγινε τριόροφος, καλά λέει ο λαός "ψηλός είναι, τι περιμένεις, εξυπνάδα;".
Αλλά με τα καλά του: μπέσα, κουβαρντοσύνη, φιλαράκι (με την πραγματική σημασία), μπυροκοιλίτσα.
Τη δουλειά του τη νογάει κάργα, χτυπάει και κανά ξούρλο* να καλοπερνάει, στα υπόλοιπα όμως πυρίμαχο τούβλο 1000 °C.
Δουλεύει όλη μέρα και τη μισή νύχτα να ζήσει και να τριγυρνάει με τα προαναφερθέντα όντα.
Διαθέτει και σκούτερ ΙΧ που βογγάει ασύστολα το δύσμοιρο και πολύ πλάκα σπας αδερφάκι μου γιατί μοιάζει ο μπαγάσας με αρκούδα καβάλα σε παιδικό ποδηλατάκι (χωρίς τις βοηθητικές).


Μέραν τινάν, οδηγώντας σε συνοικιακό δρόμο του βγαίνει από στοπ ελαφρά ύπαρξις με αυτοκινητάκι ομοίας ιδιοσυγκρασίας, δηλαδή απ' αυτά που έχουν μέγεθος και χρώμα σκουπιδοντενεκέ αλλά είναι καθαρά και διακοσμημένα με παντώς είδους σαχλαμάρες στα τζάμια: κουκλάκια, χάντρες, χαϊμαλιά, εικονίτσες αγίων (να μας φυλάνε απ' το κακό)... μέχρι και αυτοκόλλητα με βαρυσήμαντες εκφράσεις, καθότι τόσο η τύπισσα όσο και το αυτοκίνητο είναι cult και προσπαθούνε να μορφώσουνε εμάς τα μουσκάρια έστω και καταμεσής του δρόμου. Nά' τρεχε ο Μήτσος, αποκλείεται, καθότι το σκούτερ το περνάνε ευκόλως μέχρι κι αυτά τα κωλόπαιδα με τα πατίνια που κάνουν θόρυβο υπερταχείας και πηδάνε σκαλιά και κάγκελα σαν τα μαϊμούδια.
Βαφότανε; Μίλαγε στο κινητό; Έφτιαχνε τα νύχια της; Δεν μάθαμε ποτέ γιατί ξάπλωσε ο μικρός στην άσφαλτο και πονούσε και δεν προλάβαινε να ασχοληθεί μ' αυτήν.



Καλή κοπέλα όμως, τον ρώτησε αν πέθανε πολύ, άρχισε τις συγνώμες και τις μετάνοιες, έβαλε στο τέλος και τα κλάμματα, πολύ στεναχωρήθηκε και λυπήθηκε ο Δημήτρης, τόσο που πήρε μόνος του το ασθενοφόρο νά'ρθει να τον μαζέψει.
Ήρθανε και κάνα-δυο εκατά μετά από λίγο, δεν πειράζει είπαν, "φιλική δήλωσις" και "δεν πέθανε κανείς". Κάτσανε οι αστυφυλάκοι να παρηγορούνε τη μικρά γιατί είχε πάθει σοκ λέει και τη χαλβαδιάζανε διακριτικά και με πολύ στοργή.
Κουτσά-στραβά, έφτασε στο νοσοκομείο και κονόμησε λέει "κάταγμα ισχύου". "Τέρμα η δουλειά δυο μήνους, πατερίτσα και καθισιό, κάνε και κανά μπάνιο στη θάλασσα νά'ρθει να δέσει", εντολές ιατρού. Η θάλασσα παρεμπιπτόντως είναι η τελευταία λύση κάθε σοβαρού ορθοπεδικού. Γιατί ορθά κι αυτός σκεπτόμενος, σου λέει "ότι κονόμησα-κονόμησα, κούτσαυλος είναι, θα πάει στον πάτο και θα ηρεμήσουμε από τη γκρίνια του και τα ρέστα".
Άραξε λοιπόν ο μάγκας, άρχισε τις επισκέψεις σε καθημερινή βάση (όπως είπα μια πόρτα είμαστε και με την πατερίτσα δε φτούραγε να πάει αλλού), μού' πινε τους καφέδες, τους χυμούς και τις μπύρες. Έτρωγε κι ένα βόδι στην καθισιά, μου κακοφαινόταν εμένανε γιατί τό 'θελα για την πάρτυ μου το βόδι. Αλλά τί να κάνω, ασθενής και οδοιπόρος αμαρτίαν ουκ έχει. Τού' χω κι αδυναμία του μπαγάσα, τέσπα. Μίλαγε και για το αγαπημένο του θέμα "γκόμενες με iq φρυγανίας", πέρναγε ο καιρός.
Έγιανε σε κάποια φάση, "ξεκαλούπωνε" του λέω "τράβα για φρέσκα".
Είχε δώσει κάτι χαρτιά στο ΙΚΑ σ' αυτό το διάστημα, για άδειες και μισθούς, κάτι επιτροπές του είπανε να περάσει, νά'ναι σίγουροι ότι είναι σακάτης. Έβαλε μια από δαύτες πού'χε κείνο τον καιρό κι έτρεχε να τα φτιάξει, τον κουβάλαγε κιόλας κάπου-κάπου να τον βλέπουνε ότι παραμένει σακάτης. Τζάμπα. Ξανθιά αυτή, δημόσιο το άλλο, σιγά μην βγάζανε άκρη. Τσαντίστηκε το χάπατο και τον έστειλε στο γερο-διάολο, πολύ πρέπει να της κακοφάνηκε γιατί δεν τον ξαναπήρε τηλέφωνο. Περπατούσε καλά τώρα πια, χέστηκε για τη χάιδω, μου λέει:
- Πάω μόνος μου να ξηγηθώ, να γράψω την άδεια και να πάρω τα λεφτά μου.
- Τράβα και να μην έρθεις για φαΐ μετά. Δε θά' χει μείνει τίποτις.

Εκεί που λες ησύχασα και ας αράξω, πάντα ξεπηδάει κάτι που θα σε χαλάσει και θα αρχίσεις να τρέχεις. Συνήθως αυτό λέγεται τηλέφωνο κι αν ζούσε σήμερα ο κυρ Αλεξάντερ Γκράχαμ Μπελ, θά' κουγε μπινελίκια τριψήφια και σεξουαλικές ευχές.
- Έλαααα. Σε παρακαλώ, δεν καταλαβαίνω Χριστό, θα βάλω και τα κλάμματα, βοήθεια.
Απ' τη μια ξυνίζω τη μούρη και βρίζω μέσα μου, αλλά απ' την άλλη θα πάω στα σίγουρα γιατί είμαι μεν όρθιο ζώο, αλλά ζώο με φιλότιμο.

Καθότανε σ' ένα μικρό καφέ όξω απ' το εν λόγω ίδρυμα. Μόλις έφτασα, κάνει έτσι και μου βάζει στα χέρια μια... εγκυκλοπαίδεια. Πεντάτομη κιόλας.
- Τί'ν' όλα αυτά ρε; Εσύ ζορίστηκες να βγάλεις Λύκειο... τί στα δώσανε όλα αυτά να τα κάνεις;
- Βόηθα μωρέ και δεν καταλαβαίνω τι ζητάνε.

Βάζω την εγκυκλοπαίδεια στην αμασχάλη. Ούτε που τα κοίταξα, καθότι στο δημόσιο άλλα χαρτιά σου δίνει ένας υπαλλήλος κι άλλα ο άλλος. Κι ας δουλεύουνε δίπλα-δίπλα. Επίσης τούτα τα χαρτιά έχουν τη μανία να αλλάζουν καθε μισή ώρα, οπότε θά' σαι χαϊβάνι να συμπληρώσεις "χθεσινά" χαρτιά. Βαθιά αναπνοή, σύντομες προσευχές του τύπου "παναγιά μαζί μας" και πάμε να δούμε.


Δουλεύανε ερ-κοντίσια μέσα, καλό αυτό, τουλάχιστον δε θα βγάλουμε την κόρυζα.
Πλησιάζω μία υπάλληλο, δεν πρόλαβα να μιλήσω, σήκωσε τη χερούκλα της (θα με φασκελλώσει λέω, σκιάχτηκα λίγο) και μού'δειξε μια άλλη υπάλληλο στο βάθος. Ούτε που με κοίταξε, καλό και αυτό είπα, "οργανωμένοι φαίνουνται και ξέρουν πριν τους ξηγήσεις".
Τραβάμε στην άλλη. Τούτη δω, ακαθόριστης ηλικίας, ψωμωμένη, με γυαλιά παχιά σα σουβέρ, ταλαιπωρούσε ένα στυλό πάνω σε κάτι ελεεινά χαρτιά, μασούλαγε και κάτι παξιμάδια, τά' χε γεμίσει όλα ψίχουλα. Τώρα, πολλοί βάζουν πάνω στα γραφεία τους διάφορα να αισθάνονται λέει σα σπίτι τους. Άλλοι βάζουν φωτογραφίες, άλλοι σκατολοΐδια γιατί έχουν γούστο, άλλοι βάζα με λουλούδια (ή χωρίς). Αυτή, είχε έναν ταλαίπωρο υπολογιστή πού' πιανε το μισό γραφείο και ήτουνα σβηστός. Ε, γούστα είναι αυτά, περί ορέξεως βότσαλα γιαχνί και λόγος δε μου πέφτει. Πάντως χρησίμευε γιατί είχε βάλει πάνω τη σακούλα με τα παξιμάδια που ροκάνιζε.
- Καλημέρα. Έτσι κι έτσι (... εξήγησα, της έδωσα και την εγκυκλοπαίδεια που κρατούσα).
Η θείτσα με κοίταγε με συμπόνοια και σάματις δε μ' άρεσε αυτό γιατί ψυλλιάστηκα ότι θα φάμε ώρες κει μέσα.
- Αυτά τά'χουμε, μας τα ξαναφέρατε (έβγαλε ένα-δυο να μη φαίνονται πολλά αλλά η εγκυκλοπαίδεια ούτε που χλώμιασε). Συμπληρώστε αυτά (ταξινόμησε και καλά τα υπόλοιπα) και φέρτε τα.

Τα πρώτα ήταν εύκολα, κάτι δηλώσεις, στοιχεία και τοιαύτα, τά'χε μισο-συμπληρώσει ο ψηλός.
Πέφτω πάνω σ' ένα περίεργο. Τρίπτυχο, διπλότυπο, με κουτάκια και κωδικούς. Πάνω-πάνω, φαρδιά πλατιά έλεγε "συμπληρώνεται από το αρμόδιο γραφείο του ΙΚΑ". Μου την έσκασε η θείτσα λέω και μ' έβαλε να κάνω τη δουλειά της. Δηλαδή τι; Στο στρατό είμαστε κι εγώ είμαι ποντικαράς και κάνω τις αγγαρείες της; Δεν παίζω ρε ζαβολιάρα και μια και δυο πάω πάλι σ' αυτήν.
- Το και το.
- Συμπληρώστε το και άστε κενό ότι δεν ξέρετε.
- Μα έχει και κωδικούς δίπλα στα κουτάκια. Ξέρω' γω τους κωδικούς σας;
- Τσεκάρετε αυτά που ρωτάει και αφήστε τ' άλλα.
Για να δούμε. Μελετημένες ερωτήσεις. Για όλα τα γούστα. "Οδός που έγινε το ατύχημα", μου λέει ο ψηλός, το γράφω. "Αριθμός"..; Μου ρίχνει βλέμμα ο ψηλός σα να μού'λεγε "δεν ήμουν ο ταχυδρόμος της γειτονιάς ρε, περαστικός ήμανε".
Πάλι πίσω στη θείτσα,
- Εδώ..;
- Άστο κενό, εξάλλου αυτό θα το δούμε απ' το χαρτί της τροχαίας.
- Τό' χουμε;
- Ναι.
Πάλι καλά. Και συνεχίζουμε.
Λόγος ατυχήματος λέει, "πίπτοντα αντικείμενα που έσκασαν στην κεφάλα σου την αχυρένια και τέντωσες", άει σιχτίρ, ούτε γω τα καταλαβαίνω που το παίζω κι έξυπνος. Έψαχνα να βρω το κουτί "με τράκαρε στο ίσιωμα μια κλώσσα". Πουθενά.
Άντε πάλι στην θείτσα για περαιτέρω εξηγήσεις. Στο τέλος θα μας δώσει αναπηρική για πνευματική καθυστέρηση.
- Άστο αυτό, είναι για εντός εργασιακού χώρου. Πάγαινε πάρα κάτου.
- Ε και πού το λέει; Έστω και με μικρά, για να μην τυραννιόμαστε;
- Ε, εννοείται.
Θα της έλεγα κανένα "εννοούμενο" αλλά, τέσπα, υπάλληλος είναι, δεν τα εκδίδει αυτή τούτα τα πανεπιστημιακά συγγράμματα. Βεβαιώθηκα κιόλας ότι έκανα τη δουλειά της καθότι πρέπει να τα ξέρεις για να γράψεις. Τη ρουφιάνα, μου την έσκασε, τέσπα συνέχισε να σκάβεις μπας και πάμε καμιά φορά σπίτι γιατί θα κρυώσει το βόδι στο φούρνο.
Πίνακας που τσεκάρεις τι έπαθες κι αρρώστησες. Μάλιστα. Τσεκάρω το "κάταγμα", τσεκάρω πιο κάτω και το "ισχύο".
Τέλειωσα τσάτρα-πάτρα, το δίνω στη θεια.
- Στις κενές γραμμές από κάτω γράψτε ολογράφως κάταγμα ισχύου.
- Μα τσέκαρα τα κουτιά.
- Πρέπει κι ολογράφως.
- Γιατί; Θα παρεξηγηθούν οι άδειες γραμμές;
- Ε, γράψτε το. Λίγη σημασία έχει γιατί θα έχουμε το χαρτί της γνωμάτευσης του ιατρού.
......
Άρχισα να ιδρώνω, δε με πιάνανε τα ερ-κοντίσια. Τί το συμπληρώνω το ρημάδι αφού δεν έχει σημασία και θά'ρθουν ένα βουνό άλλα επίσημα χαρτιά; Απάντηση τυπική και γραφειοκρατική: Είναι τυπικό, πρέπει να συμπληρωθεί.
- Δώσε ρε το χαρτί γιατρού.
- Τό' χω δώσει πριν μέρες.
Η θεια δεν το βρίσκει. Τα νεύρα μου αρχίζουν και παίζουν μπαλαλάικα.
- Ρε είσαι σίγουρος;
- Ναιιιι σου λέωωω! Τό' στειλε ο γιατρός!
- Δεν μας έχει κατατεθεί, λέει η θεια που τσάκιζε πάλι ένα παξιμάδι.


Κοίτα τώρα φίλε μου τι παθαίνεις αν έχεις να συννενοηθείς με μια μαμούρα** κι έναν μισόβλακα. Το νοσοκομείο που τον μάζεψε και τον μάνταρε, ανήκε σ' άλλο ΙΚΑ. Κι αυτά ξέρεις είναι τσακωμένα μεταξύ τους. Ούτε πρεσβείες, ούτε διπλωματικές σχέσεις.
Το χαρτί λοιπόν πήγε κει. Και τί κάνουμε τώρα; Καθόμαστε κει μέσα και γερνάμε μέχρι να συνεννοηθούν τα δυο ΙΚΑ;
Η θεια έχει πάρει μια γκριμάτσα του τύπου "την πάτησες μεγάλε, αλλά όχι ότι χαίρομαι γιατί αγγαρεία κάνω δω μέσα και χέστηκα δεόντως για σένα και τον ψηλό δίπλα σου".
Θά' βαζα φωτιά στα χαρτιά, στα γραφεία, στη θείτσα με τα παξιμάδια της, στο κτήριο ολόκληρο, όταν βλέπω απ'την πόρτα να μπαίνει η Πέγκυ... Πέγκυ εστί λογίστρια τσακάλι, που κάνει για αρχηγός αγέλης κι άμα κάποιος σηκώσει κεφάλι του ρίχνει φάπα τριφασική και του λέει "κάτσε κάτω ρε λεβιέ". Αποχαύνωσε που την είδε ο ψηλός γιατί η Πέγκυ διαθέτει και καμπύλες που τις ζηλεύει συλλεκτικό αυτοκίνητο μεγάλου κυβισμού. Τον έβαλα σε μια γωνιά μην ενοχλεί κι έτρεξα.
- Σώσε με κι εγώ αχάριστος δεν είμαι. Μέχρι που σου στέλνω το γομάρι στη γωνία και σου κάνει φασίνα σπίτι για ένα μήνα.

Ρε παιδιά, είμαι σίγουρος. Απόλυτα σίγουρος. Μιλούσα Ελληνικά. Πώς και δεν έβγαζα άκρη τόση ώρα; Τί διάολο γλώσσα μιλήσανε οι δυο γυναίκες και συνεννοηθήκανε σε πέντε λεπτά; Σουαχίλι;;;
Τα υπόλοιπα χαρτιά θα τα πάει ο ψηλός όποτε του καπνίσει, του γράψανε τις άδειες να κάθεται να κοπροσκυλιάζει, θα του βάλουνε και τα μισθά σε λογαριασμό τραπέζης... κι ευχαριστώ μας είπανε. Αφού σκέφτηκα να πάω τσακ-μπαμ να πάρω μια σακούλα παξιμάδια να τα κάνω ρεγάλο στη θεια νά' χει να μασουλάει. Αλλά το μετάνοιωσα πάραυτα όταν θυμήθηκα την ξινισμένη φάτσα της πριν μπει η Πέγκυ.
Α ρε Πέγκυ, ποιος ξέρει τι θα περάσω για να βγάλω την υποχρέωσις...
Που δεν είναι και δικιά μου, του αξάδερφου είναι.
Του ψηλού.
Και άμυαλου.
Χαλάλι του όμως, είναι καλό παιδί...

----------------------------------------
* Ξούρλο: Σύντμηση των λέξεων ξανθός + βούρλο:
Το κατώτερο ζωικό είδος Χαζογκόμενους Ξάνθους Ξάνθους, συγγενές με την αμοιβάδα, αναπαράγεται σαν κουνέλι, δυστυχώς όμως δεν είναι εξίσου νόστιμο. Το κυνήγι του ζώου αυτού επιτρέπεται όλο το χρόνο επειδή ο πληθυσμός του έχει αυξηθεί υπερβολικά και απειλεί την καλλιέργεια του τόπου (την πνευματική).
** Μαμούρα: Κατσούφα, στρυφνή και δύστροπος γυνή.

1 comment:

  1. Ας είναι καλά η Γ-Υ-Ν-Α-Ι-Κ-Α που σας ξελάσπωσε.:D

    ReplyDelete