Thursday, August 11, 2011

Η Ιουλία που τη φωνάζανε Τζούλια



Η Ιουλία κυρίες και κύριοι.

Ένα όνομα, μεγάλη ιστορία κι ακόμα μεγαλύτερη φημολογία.
Όταν την πρωτογνώρισα ήταν σκάρτα εικοσιπέντε, πολύ μπριόζα και γαργαλιάρα.

Νεαρά λοιπόν η αιθέρια ύπαρξις, σπουδές ηθοποιού αλλά εργάζεται ως υπάλληλος ξενοδοχείου (πως συμβαδίζουν αυτά δε γνωρίζω, αλλά γνωρίζω ότι αυτοί που σπουδάζουν τη δραματική τέχνη στο τέλος εργάζονται σερβιτόροι), πονηρεμένη και καπάτσα, διαθέτει και κορμοστασιά απ' αυτές που κάνουν τους γλυκανάλατους να τραγουδάνε σε λα μινόρε και να αχ-βαχίζουνε. Κι όπως οι περισσότερες του ιδίου τύπου κυρίες, είναι περιποιημένη και καθαρή λες και την έπλυνες με ΒΙΜ, αλλά στο σπίτι της οι τοίχοι είναι χρώματος βρωμυλί, οι αράχνες θεωρούνται κατοικίδια και ενίοτε κρέμεται μια βυζοθήκη στο πόμολο μιας πόρτας. Όλως περιέργως, το μπάνιο αυτών των κυριών είναι το καθαρότερο δωμάτιο, πλυμένο βιολογικά με σαπούνια κι αρώματα, τόσο που σού' ρχεται να φας στο καπάκι της λεκάνης γιατί στο τραπέζι της κουζίνας έχει ύποπτους μπλε και πράσινους λεκέδες ακαθόριστης προελεύσεως και χρονολογίας.












Ζει "ελαφρά" ωσάν θηλυκό τζιτζίκι και ορέγεται ότι είναι γλυκό, ξινό, πιπεράτο και αλμυρό. Που θα πει ότι η γκάμα της στο σεξουαλικόν ξεκινάει από ευρεία και γίνεται ως κι αχανής. Και σ' αυτά τα λίγα χρόνια που έχω τη χαρά να τη γνωρίζω, η πόρτα του σπιτιού της έχει ξεμανταλιάσει από το άνοιξε-κλείσε, έχω γνωρίσει απίθανα φρούτα και ζαρζαβατικά και τελικά έχω πάψει να δίνω σημασία. Το οποίον δε συνεπάγεται αυτομάτως ότι ο γράφων το παρόν έχει δοκιμάσει αυτές τις γεύσεις μετά της χαριτόβρυτης τσαπερδόνας, διά τους τύπους δηλαδής, να μην πλανώνται εντυπώσεις και θεωρίες. Έξω απ' τα αστεία, είναι η χαρά της ζωής, απίθανη παρέα, ξηγημένο και αυθεντικό άτομο, που είναι προτιμότερο από έναν σοβαροφανή χλιμίτζουρα να μιλάει και συ αντί να πεις “με συμπαθάς αλλά λες μπαρούφες κι έχω να βράσω έναν κουβά ροβύθια για μεσημέρι” και να φύγεις, κάθεσαι, ακούς και ξύνεις την κασίδα σου για να περάσει η ώρα.




Την Ιουλία που λέτε, τη φωνάζουμε Τζούλια πού' ναι ιν και χάι-κλας γιατί το βαφτιστικό της πολύ την εξάπτει, είναι διαγραμμένο απ' το λεξικό της και κάνει σα σειρήνα του Β' παγκοσμίου άμα το αναφέρεις ("Ιουλία να πεις τη θεια σου, πανύβλακα!").




Παρεμπιπτόντως, αυτό το συνήθειο με τα υποκοριστικά έχει γίνει πια πάγια τακτική. Κυρίως στις γυναίκες, καθότι είναι μια στάλα περισσότερο ματαιόδοξες από μας τους χαλβάδες. Κόβουν ένα όνομα που σημαίνει κάτι και του αλλάζουν τον αδόξαστο. Στη θέση του βάζουν μια λέξη που παραπέμπει σε ομιλία ατόμου με ειδικές ανάγκες. Π.χ. Χρυσάνθη... Δεν ξέρω πως φαντάζει στ' αυτιά του καθενός, αλλά έχει μια ετυμολογία. Χρυσό άνθος και τα ρέστα. Τώρα, άμα το κάνει Σίσυ... τί διάλο σημαίνει;

Ότι το να είσαι τραυλός είναι της μόδας; Τέλοσπαντων, τα βίτσια του καθενός είναι σεβαστά, χατίρια δε χαλάμε κι άμα γουστάρει η κυρία τη φωνάζουμε και Γιακουμή. Τέλος παρένθεσης.




Σποραδικώς, αν με πιάσει το μαζοχιστικό μου κι είναι ξεκούραστα τ' αυτιά μου, την αποκαλώ Ιουλία και κάνω χάζι που αλλάζει χρώματα βγάζοντας ήχους υψηλής συχνότητας. Μετά μεγίστης προσοχής όμως, μην ξεπεράσω το όριο και ταξιδέψει κάνα εύκαιρο αντικείμενο προς τη μάπα μου.

Κατά τ' άλλα, περνάμε καλώς και ησύχως, υγείαν έχομεν και το αυτό επιθυμούμε δι υμάς.




Έχει βέβαια ένα κακό, άμα κάνεις το λάθος και της δώσεις βιβλίο, θα στο επιστρέψει όταν τα μπρόκολα βγάλουν αυτιά. Δεν τό 'ξερα όταν τη γνώρισα, αλλά έπαθα κι έμαθα. Έκλαιγα δυο που μου “δανείστηκε” αλλά μικρό το κακό, μυθιστορήματα να περνάς την ώρα σου. Την τελευταία φορά όμως, έπεσε στο μάτι της ένα βιβλίο που θα το χρειαζόμουν λίαν συντόμως.

- Ααα, τί 'ναι αυτό; Καλό φαίνεται.

- Να σου λείπει κι άστο κάτω.

- Γιατί ρε ζάβλακα, θα στο επιστρέψω.

- Είπα άστο κάτω. Θα σου κάνω δώρο ένα ίδιο.

- Σιγά μωρέ πια, λες και θα το φάω... ... ...




Σε τέτοιες και παρόμοιες στιγμές, είναι τεκμηριωμένο ότι στον οργανισμό των γυναικών παράγεται ουσία που καλείται μουρμουρόνη. Και δε σταματάει να παραγέται μέχρις ότου ακουστεί η μαγική φράση “εντάξει, φτάνει, πάρτο!”. Τότε τσιμπάει το βιβλίο περιχαρής η μικρά και συ βλαστημάς μέσα σου αλλά τί νά 'κανες ο χριστιανός... Τουλάχιστον σταμάτησε η επίδραση της ορμόνης και ηρέμησες.

Έπεται απέλπιδα οδηγία “Να το προσέξεις! Και το θέλω πίσω σύντομα”, αλλά από την απάντηση που περιέχει σε ρυθμό πολυβόλου πέντε-έξι υπερβολικής διαβεβαίωσης “ναι”, νοιώθεις ότι θα μεταχειριστεί το βιβλίο όπως μεταχειρίζεται ο σύγχρονος Δαυίδ Κόπερφιλντ τους λαγούς και σε πιάνει ίκτερος.












Και βεβαιώνεσαι στο εγγύτερο μέλλον. “Πού 'ναι το βιβλίο μωρή χαρχάλω και το θέλω;”, ήταν η αφελής ερώτηση αφού είχε περάσει πλέον του μηνός. Φυσικά το ξέχασε, ούτε καν το διάβασε και μπορεί να το'χε βάλει κάτω απ' το ποδάρι καμιάς καρέκλας νά 'ρθει στα ίσια της. Και φυσικά θα πάει ο χούφτερμαν (εγώ δηλαδής) να πάρει το βιβλίο γιατί η κυρία έχει σοβαρές ενασχολήσεις με άτομα του άλλου φύλου και δεν αδειάζει.

- Αύριο πρωί, στις εφτά, έχω δουλειές μετά.

- Ααα, θα λείψω από βραδύς και δεν ξέρω αν θα γυρίσω σπίτι.

- ... Άμα σε πιάσω στα χέρια μου θα σου γαμ....




Την ψυλλιάστηκε ότι θ' ακούσει τους χαιρετισμούς μαζί με το ωρολόγιον το μέγα και έσπευσε να μου πει τη λύση που βρήκε αστραπιαία (όλως τυχαίως) και με μια αναπνοή.

- Θα το βάλω στο τραπέζι του σαλονιού, μπες απ' την πόρτα της κουζίνας στην πίσω αυλίτσα, έχω κρυμμένο κλειδί (τάδε μέρος).

Μού' πε μια κρυψώνα τόσο κοινότοπη που καλύτερα να το άφηνε πάνω στην πόρτα.

- Για να φτάσεις στην αυλίτσα θα πας έτσι, έτσι κι έτσι..

Δεν πολυκατάλαβα αλλά σκέφτηκα "δε βαριέσαι, θα τη βρω".

Κάτι τέτοια κάνω και μετά διαφωνώ κιόλας που με φωνάζουν ρούχλα.










Γιατί για να βρεις αυτή την αυλίτσα κύριος, πρέπει νά' σαι ξάδερφος του Μαγγελάνου, μπατζανάκης του Κολόμβου, να διαθέτεις γυροσκοπική πυξίδα, χάρτες, αστρολάβο και πάλι πιο πιθανό είναι να ανακαλύψεις την πόρτα για τον κάτω κόσμο παρά την πόρτα που οδηγεί στην εν λόγω αυλή.

Αυτή τη ρημάδα την πολυκατοικία δεν τη σχεδίασε αρχιτέκτονας, ο Δαίδαλος την έφτιαξε κι είπε να σπάσει πλάκα με την υπομονή και τα νεύρα μας.




Πήγα λοιπόν...

Πέρασα κάνα δεκάλεπτο κοιτάζοντας τη φάτσα του κτηρίου σα Βούδας, μετά μού' κοψε (είμαι κομμάτι αργός, δε θέλω σχόλια επ' αυτού) να πάω στο πλάι και βρήκα μια ημιυπόγεια σιδερένια πόρτα που θύμιζε είσοδο σε μπουντρούμι μεσαιωνικού κάστρου. Περιπλανήθηκα σε κάτι μισοσκότεινους διαδρόμους κι αφού ρώτησα μερικά περαστικά έντομα κι ένα ποντίκι που συνάντησα στο δρόμο μου, αν πάω καλά για την αυλή, βρήκα εν τέλει την πόρτα της χωρίς σοβαρές απώλειες στην υγεία μου.















Βρήκα το πολυπόθητο σύγγραμα και κάνοντας να φύγω ακούω την κύρια είσοδο ν' ανοίγει.

- Αχ, σε πρόλαβα. Και ξέρεις είχα έννοια αν θα το βρεις.




Με βραδυνό ντύσιμο (που θα πει γδύσιμο δηλαδής, καθότι ήταν σα να φορούσε τα εσώρουχα της, απλά σε λαρτζ νούμερο για να λέει ότι κρύβει κάτιτις) μπήκε τρεχάτη και κουνιστή. Δεν πρόλαβα ν' ανοίξω το στόμα μου και κάνει την εμφάνιση του ένας σερνικός πίσω της ενδεδυμένος πολύχρωμα σαν ανοιξιάτικο μποστάνι. Μόλις με βλέπει μου χαμογελά:

- Βρε βρεεεεεεε!




Βρε... αμάν! Ο Μάκης!

Μάκης εστί αδελφός καλού φίλου μου. Ο φίλος τζιμάνι, αλλά ο Μάκης... χαρακτηρίζεται με τη μικρή σε λέξεις και νόημα φράση “καλό παιδί”. Αυτός ο θλιβερός χαρακτηρισμός που όταν τον ακούς σού 'ρχεται να φας πατσά ψιλοκομμένο ταιριάζει γάντι για τον Μάκη. Ενδιαφέρων όσο η μια συλλογή ηλιόσπορων, εξυπνάδα ισάξια κοκοβιού (μαγειρεμένου), με ταλέντο να αποστηθίζει τυχάρπαστους σε τηλεοπτικά ριάλιτι και χαμόγελο ντόμπερμαν πού' χει πάθει τρία εγκεφαλικά, όλα απ' την αριστερή μεριά... αλλά... καααααλό παιδί!

Η Ιουλία που τη φωνάζουν Τζούλια εξεπλάγην ευχάριστα που ξερενόμασταν.

Ο Μάκης χαμογελούσε ακόμα πιο φριχτά σα νά 'παθε καπάκι τέταρτο εγκεφαλικό.

Κι εγώ πάλι παρατηρούσα το απίθανο δίδυμο σουπιάς με ροφό. Αναρωτιόμουν τι πιθανότητες υπάρχουν να συμβεί ένα τέτοιο πατιρντί, αν θά 'πρεπε ν' ανοίξω το ρημάδι μου να μιλήσω κι άλλα παρόμοια φιλοσοφικά ερωτήματα.

Κι όταν αρχίσανε να μου εξιστορούνε τους έρωτες, τις αγάπες και τα μέλια που κρατούν λέει πέντε μήνες, λιγώθηκα κι έφυγα τάχιστα για τις δουλειές μου χωρίς περαιτέρω σχόλια.




Καλή κοπέλα η Ιουλία που τη φωνάζουν Τζούλια. Και δεν έκανε και κανά χοντρό παράπτωμα, απλά μας βγήκε ολίγον αλανιάρα κι αν ζούσε σε επαρχιακή κωμόπολη θα ακουγόταν σαν το καμπαναριό της μητρόπολης απ' τα κουδούνια που θα της κρεμάγανε. Πρέπει να το ξέρει αυτό Μάκης που (για να πω τη μαύρη αλήθεια αφοδευμένο τον έχω) τυγχάνει αδερφός φίλου μου;

Τώρα, η άλλη η τσουράπω, μάλλον τό' κανε το κουμάντο της και ξέρει τι εστί Μάκης, καθότι είναι γάτα πεταλωμένη. Αφού τον γουστάρει και τον θέλει, δε μου πέφτει λόγος.

Τέλος, σακοράφα κύριε και δε μιλάς, μόνο το παίζεις κινέζος από ορεινό χωριό. Κι ας κόψουν το λαιμό τους με ένα γυαλί.




Δυο πράγματα έμαθα:

Μην κρίνεις ίνα μην κριθείς και ότι η πρώτη εντύπωση δεν είναι πάντα η σωστή.

Καθότι σήμερα που μιλάμε, είναι παντρεμένοι με δυο χαριτωμένα κουτσούβελα που εύχεσαι να ζούσε ο Ηρώδης.

Ο Μάκης από σκέτο ροφός έγινε οικογενειάρχης ροφός και μπορώ να πω ότι τού 'κανε καλό ο γάμος γιατί δείχνει σημάδια ευφυίας ανά καιρούς.

Κι η Ιουλία, τρέχει πίσω απ' τα κουτσούβελα που δεν της αφήνουν χρόνο ούτε να διαβάσει κάνα βιβλίο, είναι σύζυγος με σπίτι να αστράφτει (όλο, όχι μόνο το μπάνιο) και το σπουδαιότερο: δεν τη φωνάζουν πια Τζούλια αλλά μαμά!

Αμέ.

6 comments:

  1. Λογικότατο, έζησε, έμαθε, ξύπνησε, κουράστηκε και επέλεξε το σωστό παιδί για το σπίτι.

    Άλλωστε ποια αφάνα έχει το λαγό ποτέ δεν ξέρεις...(όπως έλεγε και η γιαγιά :P )




    Α ναι, και στα δικά σου!

    ReplyDelete
  2. Η τύχη της είναι που δεν ζει σε μικρή πόλη.

    ReplyDelete
  3. Έεεεεετσι !!!

    Γιατί ο τελικός σκοπός ολονώνε των γυναικών είναι να βρεθεί αυτό το καααλό παιδί με το οποίο θα 'φτιάξουν' την ζωή τους (χαλασμένη προφανώς) και θα γίνουν μανούλες.

    Ο πρότερος βίος, βεβαίως βεβαίως, μόνο τυχαίος δεν είναι. Οφείλεις να δοκιμάσεις το κακό, το αλήτικο και το πρόστυχο για να μπορέσεις να εκτιμήσεις το καααλό πράγμα ποιότητος ΑΑ (καλάμια)!

    Μακριά απ' τον κ@λο μας κι όπου θέλει ας είναι.. φτου (τρις) στον κόρφο μας!

    ReplyDelete
  4. Ε λοιπόν μ'αρέσει αυτή η Ιουλία Τζούλια. Εκτός από το μέρος με τα βιβλία. Θα προτιμούσα να τη φιμώσω για να μην ακούω μουρμούρα παρά να της δανείσω βιβλίο ΜΟΥ. Άλογο βέβαια άλλο εσύ.

    ps Γέλασα το παραδέχομαι. Στο σημείο δε με τα εγκεφαλικά και τα ντόπερμαν, γέλασα τόσο πολύ που έκανα και αυτό τον υπέροχο ήχο που κάνουν τα γουρουνάκια. (Πολύ σεξουαλικό)

    ReplyDelete
  5. σκιάχτηκα καλέ και το διάβασα όλο...
    και πολύ το φχαριστήθηκα...
    ανταποδίδω την επίσκεψη και καλώς σε βρήκα...-:))

    ReplyDelete
  6. 1. δεν δανείζουμε ΠΟΤΕ βιβλία.. κι αν πρέπει οπωσδήποτε να δανείσουμε, διευκρινίζουμε ότι δεν τσαλακώνουμε τις σελίδες, κι ότι το πολύ σε 1 μήνα το βιβλίο θα πρέπει να επιστραφεί..

    2. Εκείνη δεν είχε δηλώσει ΠΟΤΕ ότι δεν θέλει να νοικοκυρευτεί, εσύ είχες βγάλει αυτό το συμπέρασμα απλά και μόνο επειδή πήγαινε με τον έναν και με τον άλλον..
    Το σωστό το θηλυκό πηγαίνει με πολλούς μέχρι να βρει τον καλύτερο για να αναπαραχθεί..
    και προφανώς ο καλύτερος ήταν ο Μάκης..!!

    ReplyDelete