Friday, July 29, 2011

Καμιά φορά σου χαμογελάει η ρημάδα...


Ζέστη που λιώνει μέχρι και τα παγκάκια κάτω απ' τα αθλιόδεντρα στα παρκάκια της Αθήνας.
Έχω ψηθεί πάνω στη μηχανή, υπομονή, σε μισή ωρίτσα θά' μαι σπίτι.
Να βάλω το ρημάδι να δουλεύει, να γίνει ψυγείο το δωμάτιο μπας και ζήσω.
Κινητό.
- Έλα ρε κεφτέ. Πού'σαι;
- Πάω σπίτι, κοντεύω να πάθω αφυδάτωση απ' το πρωί.
- Έλα ρε παπάρα να πιούμε έναν καφέ. Θα φύγω αύριο, έχω να σε δω κανά μήνα (...γκρίνια-
μουρμούρα-γκρίνια) ...
- Έλεος, σκάσε, έρχομαι. Πού;
- Κει (μου λέει έναν απίθανο και θλιβερό καφενέ).
- Κααααλά. Έρχο. Για λίγο!
Μεταβολή. Η μηχανή αν είχε μιλιά θα μού'λεγε "Άει κουρέψου μάπα, γω πάω παραλία, συ ψόφα στα μπετά".
Αλλά ένεκα και δεν έχει, υποφέρει και υπομένει τη μαλακία που με δέρνει.



Φτάνω. Μουσική ακαθόριστη σε μίξη με το θόρυβο του δρόμου. Παρέες νεαρών μαζοχιστών που κάθονται κάτω από μια τέντα.
Πίνουν καφέ που δω και ώρες έχει γίνει τσάι. Δροσίζονται (που λέει ο λόγος) από ανεμιστήρες που ανακυκλώνουν την καυτή λαύρα και από ένα μηχάνημα που ψεκάζει νερό απ' το ταβάνι.
Μέχρι να κατέβει το νερό, το μισό έχει εξατμιστεί, το άλλο μισό έχει βράσει και κολλάει πάνω σου.
Αρχίζεις και καταλαβαίνεις πως νοιώθουν οι γκόμενες που πασαλείβονται λάδια στο λιοπύρι και κάνουν τις τηγανίτες.
Ο δικός μου έχει πιάσει γωνιακό τραπεζάκι δίπλα σε 4-5 ξεβράκωτες πιτσιρίκες που χαριεντίζονται, πίνουν φρεντοκαπουτσίνους κι αυτός τις παίρνει μάτι.

Αυτές αντέχουν τη ζέστη κάργα. Σίγουρο. Καθότι όλες μαζί ζυγίζουν λιγότερο από μένα νηστικό.

- Είσαι μεγάλος ρεζίλης ρε.
- Ε να μη δούμε..; Κοριτσάκια ρεεεεε.
- Τον κακό σου ρε. Με κουβαλάς μες τη ζέστη, θα μου πάρουν και τ' αυτιά με τα νιαουρίσματα.
- Σκάσε ρε, αμάν πια, κωλόγερε!
Ωραίες και γλυκές κουβέντες μεταξύ απομάχων που λες.
Έρχεται ο γκαρσόνης.
- Νερό. Παγωμένο και πολύ. Και καφέ. Φραπέ χωρίς στολίδια.




Η μια χαχανούλα έχει καταπιεί πρόκες σαρανταπεντάρες. Δεν κάθεται ο κώλος της στην καρέκλα ούτε με βενζινόκολα.
Αδύνατη σαν παχύ μανταλάκι, άσπρο φόρεμα που όλο το ύφασμα δε φτάνει σε μένα ούτε για κάλτσες.
Μια, κι αυτή μέχρι τον αστράγαλο θα φτάσει. Και σανδάλια ακαθορίστου χρώματος.
Περιφέρει και επιδικνύει στις υπόλοιπες ένα κινητό απ' αυτά που τραβάνε φωτογραφίες, παίζουν μουσικές, παίζουν βίντεο,
παίζουν πεντόβολα, παίζουν και τα νεύρα μας.
Κάνει να περάσει, με σκουντάει, έπινα νερό εγώ... το λούστηκα. Πώς έπεσε με τόση δύναμη πάνω μου αυτή η ακρίδα, ανεξήγητο.
Ξεροκαταπίνει, χαμογελάει μαλαγάνικα, παίρνει το ύφος θλιμμένης συναγρίδας.
Τί να κάνω; Να το δείρω, θα κλάψει. Να το γαμ..σω, θα πάει να το πει. Τέσπα.
Ευγενέστατη και καλά. Μου λέει συγνώμη. Η γνωστή συγνώμη ("Αααχχχχχχχ, συγνώωωωωωμηηηη" - χαμόγελο).
Τέσπαααα. Ο δικός μου χαζογελάει ο κερχελές και το παίζει ανώτερος. Βρήκε κι ευκαιρία να μιλήσει ο λιγούρης.
- Δεν πειράζει ομορφιά μου. Τον δρόσισες.
- Δεν πειράζει, νταξ.
Φεύγει η μικρά ανακουφισμένη και γελώντας με το καζίκι μου, αρχίζει πάλι τα κατοστάρια γύρω-γύρω.
- Σού 'πα ότι είσαι μεγάαααλος ρεζίλης, έτσι;
- Έλα μωρέ. Τί σού'κανε; Σε δρόσισε.
- Για σένα λέω ρε μπετόβλακα. Μάζεψε τα σάλια σου ανάθεμα σε, αρκουδόγυφτε, που θες και πιπίνια.
Πάλι ωραίες και γλυκές κουβέντες μεταξύ απομάχων...

Καμμιά φορά, αφού με είχε σκουντήξει 5-6 φορές (αλλά με το μαλακό), τέλειωσε ο μαραθώνιος. Εδέησε και παλουκώθηκε στην καρέκλα της!
Μπα, να δεις που θά'παθε υπογλυκαιμία και ζαλίστηκε. Την είχα τρία-τέταρτα. Με ξανακοιτά, μου ξαναχαμογελάει.
- Χαχχα, είδες ρε; Σου χαμογελάει το παρδαλό. Μια χαρά σε κόβω.
- Σκάσε ρε μπουχέσα. Αυτό είναι μωρό. Αλλά και μωρό να μην ήταν, μας έχει κάνει τα παπάρια βαρέλια τόση ώρα.
Αυτά κι άλλα ωραία, ησυχάσαμε κομμάτι.
Περνάει η ώρα, λέω σιγά-σιγά να την κάνω, σκέφτομαι τη ζέστη, σκέφτομαι την απόσταση μέχρι το σπίτι, σκέφτομαι ότι έκατσα και δε με σηκώνει ούτε γερανός, μ' έχει πιάσει μυρμηρίαση.

Κι εκεί που λες φίλε, σου χαμογελάει ο Θεός και σε φτιάχνει ολίγον.
Εκδικητικός δεν είμαι ο έρμος, αλλά αν το φέρει ο τροχός και χωρίς να βάλεις το χέρι σου δικαιωθείς... ε, το χαίρεσαι.

Πιάνει ο μάτις μου κάτιτις. Χαμογελάω στον εδικό μου ύποπτα αλλά σε πλημμέλημα.
Δεν καταλαβαίνει ντιπ ο χάνος, με κοιτάει σα γελάδι.
Γυρνάω στην ανακατωσούρα (που ομολογουμένως δεν ξανασηκώθηκε απ' την καρέκλα της), της σκάω ένα πλατύ χαμόγελο.
Δεν πολυ-κατάλαβε. Τώρα, κολακεύτηκε λίγο, τό'παιξε ευγενική, δεν ξέρω, αλλά μου χαμογέλασε κι αυτή.
Κι εκεί στο χαμογελαστό, έβλεπα γω την κατσαρίδα που είχε ήδη ανέβει στο σανδάλι της κι έβαζε γραμμή για το δάχτυλο.
...
Τέτοιο χαμό είχα να δω χρόνια μάστορα. Αλλού οι καρέκλες, αλλού τα τραπέζια, αλλού τα ποτήρια, αλλού και οι πιτσιρίκες.
Κραυγές απόγνωσης, ποδοβολητά αλλοπρόσαλα κι εγώ χαμογελαστός Βούδας, μακάριος και ευδαίμων.
Ο δικός μου, ιππότης, έψαχνε το έντομο ο μουλιάπας να το φονεύσει.
Η παθούσα σε σοκ, την ανθίστηκε τη δουλειά και με κοίταζε με ύφος παραπονεμένης παιδίσκης αλλά και με λίγη δόση θυμού.




Ήμουν κακός που δεν την ειδοποίησα ότι το τέρας-αμάν της επιτήθεντο;
Ήμουν κακός που είχα μπήξει τα γέλια και διασκέδαζα σαν την κυρά-Πολυξένη σε επιθεώρηση του Ψάλτη;
Ήμουν κακός που σηκώθηκα φεύγοντας και είπα προς τους ουρανούς "Τελικά είσαι τσίφτης άμα θες!" ;

Δεν ξέρω, αλλά μη με παρεξηγείτε που το καταφχαριστήθηκα με την ψυχάρα μου.

2 comments:

  1. η κακομοίρα η κατσαρίδα τι έφταιγε...???

    ReplyDelete
  2. κ γω το ίδιο θα αισθανόμουν, μην κολλάς!
    πολύ ωραία διήγηση!

    ReplyDelete