Ζέστη που λιώνει μέχρι και τα παγκάκια κάτω απ' τα αθλιόδεντρα στα παρκάκια της Αθήνας.
Έχω ψηθεί πάνω στη μηχανή, υπομονή, σε μισή ωρίτσα θά' μαι σπίτι.
Να βάλω το ρημάδι να δουλεύει, να γίνει ψυγείο το δωμάτιο μπας και ζήσω.
Κινητό.
- Έλα ρε κεφτέ. Πού'σαι;
- Πάω σπίτι, κοντεύω να πάθω αφυδάτωση απ' το πρωί.
- Έλα ρε παπάρα να πιούμε έναν καφέ. Θα φύγω αύριο, έχω να σε δω κανά μήνα (...γκρίνια-μουρμούρα-γκρίνια) ...
- Έλεος, σκάσε, έρχομαι. Πού;
- Κει (μου λέει έναν απίθανο και θλιβερό καφενέ).
- Κααααλά. Έρχο. Για λίγο!
Μεταβολή. Η μηχανή αν είχε μιλιά θα μού'λεγε "Άει κουρέψου μάπα, γω πάω παραλία, συ ψόφα στα μπετά".
Αλλά ένεκα και δεν έχει, υποφέρει και υπομένει τη μαλακία που με δέρνει.