Saturday, October 08, 2011

Ο Roger, η ρουτίνα κι εγώ...

Από το βιβλίο του Jeffrey Archer, "A twist in the Tale" (τίτλος και μετάφραση: Jack).



Ξύπνησα δίπλα του. Αισθανόμουν λιγάκι πεσμένη. Ανοιγόκλεισα τα μάτια μου να εξοικειωθώ στο ημίφως. Σήκωσα το κεφάλι μου και κοίταξα την ακίνητη άσπρη σάρκα που βρισκόταν δίπλα μου. Αν γυμναζόταν έστω δυο φορές την εβδομάδα, δε θα είχε τα σωσίβια γύρω απ' το στομάχι. Ο Ρότζερ γύρισε οκνηρά πλευρό. Λαγοκοιμόταν σίγουρα, αλλά ποτέ δε σηκωνόταν μέχρι να ακούσει τον ήχο από το ξυπνητήρι δίπλα του. Σκέφτηκα για μια στιγμή να κοιμηθώ πάλι ή να πάω να φάω κάτι πριν ξυπνήσει. Στο τέλος έμεινα ξαπλωμένη δίπλα του, χουζουρεύοντας, χωρίς όμως να τον ενοχλώ. Όταν τελικά θα άνοιγε τα μάτια του, θα έκανα κι εγώ την κοιμισμένη - μ' αυτόν τρόπο θα μου έφτιαχνε και πρωινό. 


Ένας σιγανός θόρυβος ακούστηκε από την πλευρά του. Το ροχαλητό του ποτέ δε μ' ενόχλησε. Η αγάπη μου για αυτόν ήταν απεριόριστη, και μακάρι να έβρισκα τις λέξεις να του το πω. Αλήθεια, ήταν το πρώτο άτομο που είχα εκτιμήσει πραγματικά. Κοίταξα το αξύριστο πρόσωπό του. Δεν ήταν η ομορφιά του που με είχε προσελκύσει στο μπαρ εκείνη η νύχτα.
Είχα συναντήσει τυχαία τον Ρότζερ στο μπαράκι της γωνίας λίγα μέτρα απ' το σπίτι του. Ήταν ας πούμε το στέκι του. Ερχόταν κάθε απόγευμα γύρω στις οκτώ, παράγγελνε μια κρύα μπύρα και καθόταν στη μπάρα ακριβώς πίσω απ' το μπιλιάρδο. Συνήθως καθόταν μόνος, χαζεύοντας αυτούς που έπαιζαν. Τον έβλεπα καθισμένη πίσω απ' το μπαρ και πολλές φορές αναρωτήθηκα αν ήξερε να παίζει ή απλά σκότωνε το χρόνο του.

Κατόπιν τα πράγματα άλλαξαν ξαφνικά για το Ρότζερ - προς το καλύτερο, τουλάχιστον έτσι νόμισε - όταν ένα ανοιξιάτικο βράδυ, μια ξανθιά ονόματι Μαντλίν, φορώντας μια φτηνή απομίμηση γούνινου παλτό, έκατσε σβέλτα στο σκαμπό δίπλα του. Δεν την είχα ξαναδεί ποτέ, αλλά ήταν προφανώς γνωστή, γιατί έκανε χαλαρή συζήτηση με όλους τους τακτικούς θαμώνες. Βλέπετε, λέγανε γι' αυτήν ότι έψαχνε κάποιον που οι ορίζοντες του θα ήταν μακριά απ' την ατμόσφαιρα αυτής της γειτονιάς. 




Στην πραγματικότητα η σχέση - εάν μπορούμε να τη χαρακτηρίσουμε έτσι - διάρκεσε μόνο είκοσι ημέρες. Το ξέρω επειδή τις μέτρησα όλες. Ξαφνικά, μια νύχτα, έντονες φωνές ακουστήκανε, κεφάλια γύρισαν και η ξανθιά έφυγε από το σκαμπό το ίδιο γρήγορα όπως έκατσε. Τα κουρασμένα μάτια του την έβλεπαν να απομακρύνεται και να κάθεται στην άλλη άκρη της μπάρας, χωρίς ωστόσο να του προκαλέσει έκπληξη το γεγονός και χωρίς βέβαια να την κυνηγήσει.

Η φυγή της ήταν το σύνθημά. Σχεδόν πήδησα πάνω απ' τη μπάρα και κινήθηκα τόσο γρήγορα όσο η αξιοπρέπειά μου μου επέτρεπε. Δευτερόλεπτα μετά, καθόμουν στο άδειο πια σκαμπό δίπλα του. Δεν είπε τίποτα και δεν μπήκε βεβαίως στον κόπο να μου προσφέρει ένα ποτό, αλλά με μια ματιά που μου έριξε δε φάνηκε να τον ενοχλούσε η παρουσία μου. Κοίταξα γύρω για να δω εάν υπήρχε κάποια άλλη που θα ήθελε να κάθεται στο σκαμπό που καθόμουν πια εγώ. Κανείς δε φάνηκε να δίνει σημασία. Κοίταξα τον μπάρμαν αν είχε παρατηρήσει την απουσία μου, αλλά ήταν απασχολημένος με τις παραγγελίες. Είδα τη Μαντλίν που ρουφούσε ήδη γουλιά-γουλιά ένα ποτήρι σαμπάνιας, αγορασμένο από έναν ξένο του οποίου το μοντέρνο σταυρωτό σακάκι και το ριγωτό πουκάμισο με έπεισε ότι αυτή δεν θα ενοχλούσε ξανά τον Ρότζερ. Σκέφτηκα ότι μάλλον βολεύτηκε για άλλες είκοσι μέρες.

Τον χάζεψα για λίγο - είχα ήδη μάθει το όνομά του, αν και δεν του είχα μιλήσει ποτέ. Άρχισα να παίζω τα βλέφαρα μου με έναν μάλλον υπερβάλλοντα τρόπο. Αισθάνθηκα λίγο ηλίθια αλλά τουλάχιστον απέσπασα ένα ευγενικό χαμόγελο. Έγειρε λίγο και άγγιξε το μάγουλό μου, τα χέρια του ήταν εκπληκτικά θερμά. Κανένας μας δεν αισθάνθηκε την ανάγκη να πει κάτι. Μόνος εκείνος, μόνη εγώ, περιττό να εξηγήσουμε γιατί. Καθίσαμε σιωπηλά. Έπινε σιγά-σιγά την μπύρα του.

Όταν ο μπάρμαν φώναξε «τελευταίες παραγγελίες, κλείνουμε», ο Ρότζερ ήπιε μονορούφι το υπόλοιπο της μπύρας του και σηκώθηκε. Κανένας δεν σχολίασε που φύγαμε μαζί κι ούτε κι ο ίδιος διαμαρτυρήθηκε που τον ακολούθησα. Ήξερα που μένει επειδή τον είχα δει κάποιες φορές να περιμένει το λεωφορείο στη στάση που βρισκόταν ακριβώς μπροστά στην πόρτα του σπιτιού του. Μια φορά μάλιστα είχα σχεδόν κρυφτεί πίσω από έναν τοίχο για να παρατηρήσω προσεκτικότερα τον τρόπο που κινείται. Ήταν ένα ανώνυμο, σχεδόν κοινό πρόσωπο αλλά είχε τα θερμότερα μάτια και το ωραιότερο χαμόγελο που είχα παρατηρήσει σε οποιοδήποτε άτομο.

Η μόνη ανησυχία μου ήταν ότι δεν με είχε αντιληφθεί πριν. Οι σκέψεις του κάθε βράδυ και κάθε πρωί ήταν μόνο για τη Μαντλίν. Πως φθόνησα εκείνο το κορίτσι. Είχε όλα όσα θέλησα - εκτός από ένα πολύ καλύτερο γούνινο παλτό, το μόνο πράγμα που μου άφησε η μητέρα μου. Στην πραγματικότητα, δεν έχω κανένα δικαίωμα να είμαι μοχθηρή με τη Μαντλίν δεδομένου ότι το παρελθόν της μάλλον είναι σκοτεινό σαν το δικό μου. Όλα αυτά έγιναν πριν έναν χρόνο και για να αποδείξω την αφοσίωσή μου στον Ρότζερ, δεν ξαναπάτησα στο μπαρ. Κι αυτός πρέπει να ξέχασε τη Μαντλίν. Δε μίλησε ποτέ γι' αυτή μπροστά μου. Ασυνήθιστο άτομο. Δεν με ρώτησε ποτέ για τις προηγούμενες σχέσεις μου.

Ίσως θα έπρεπε. Θα μου άρεσε να γνωρίζει την αλήθεια για τη ζωή μου, προτού καν να συναντηθούμε, αλλά όλα φαίνονται άσχετα τώρα πια. Βλέπετε, ήμουν η νεότερη σε μια οικογένεια τεσσάρων αδελφών, έτσι πάντα ερχόμουν τελευταία στη γραμμή. Δε γνώρισα ποτέ τον πατέρα μου, και γύρισα σπίτι μια νύχτα για να ανακαλύψω ότι η μητέρα μου το' χε σκάσει με κάποιον άλλον . Η Τρέισι, μια από τις αδελφές μου, με προειδοποίησε ότι δε θα ξαναγύριζε. Αποδείχθηκε σωστή, γιατί δεν έχω δει ποτέ τη μητέρα μου από εκείνη την ημέρα. Είναι φοβερό να πρέπει να παραδεχθεί κανείς ότι η μητέρα του είναι τσούλα.

Τώρα, ορφανή, άρχισα να γυρίζω από δω κι από κει, προσπαθώντας συχνά να είμαι ένα βήμα μπροστά από το νόμο - όχι τόσο εύκολο όταν δεν υπάρχει πολλές φορές κεραμίδι να βάλεις το κεφάλι σου. Δεν μπορώ να θυμηθώ επίσης και πώς κατέληξα με τον Ντέρεκ - εάν ήταν αυτό το πραγματικό του όνομα. Ο Ντέρεκ, τα ωραιότερα σκοτεινά και αισθησιακά μάτια που είχα δει, θα είχαν προσελκύσει οποιοδήποτε ευαίσθητο θηλυκό. Ήταν σε ένα εμπορικό ατμόπλοιο για τρία χρόνια. Όταν μου έκανε έρωτα ήμουν έτοιμη να πιστέψω τα πάντα. Του εξήγησα ότι αυτό πού ήθελα ήταν ένα ζεστό σπίτι, κανονικό φαγητό και ίσως μια δική μου οικογένεια. Μου εκπλήρωσε τη μια από τις επιθυμίες μου: λίγο καιρό αφότου με άφησε, κατέληξα με τα δίδυμα. Κι ούτε καν τα είδε ποτέ του γιατί είχε επιστρέψει στη θάλασσα, προτού ακόμα να μπορέσω να του πω ότι ήμουν έγκυος.

Προσπάθησα να τα μεγαλώσω αξιοπρεπώς, αλλά οι αρχές με πρόφτασαν και τα έχασα και τα δύο. Αναρωτιέμαι που να ‘ναι τώρα. Ένας Θεός ξέρει. Ελπίζω μόνο να έχουν καταλήξει σε ένα καλό σπίτι. Τουλάχιστον κληρονόμησαν το ακαταμάχητο βλέμμα του Ντέρεκ, ίσως να τα βοηθήσει στη ζωή. Είναι κι αυτό ένα απ' τα πράγματα που ο Ρότζερ δεν ξέρει. Η τυφλή εμπιστοσύνη του με κάνει να αισθάνομαι ακόμα πιο ένοχη και τώρα πια δεν θα είμαι ποτέ ικανή να του πω την αλήθεια.

Αφού ο Ντέρεκ γύρισε στη θάλασσα, έμεινα μόνη σχεδόν ένα χρόνο, πριν βρω την παρτάιμ δουλειά στο μπαρ. Ο μπάρμαν ήταν τόσο κακός και δύστροπος, που ήταν ικανός να μη μου δώσει ούτε ένα κομμάτι ψωμί αν δεν τηρούσα τη συμφωνία μας, να του κρατάω το μέρος καθαρό και να επιβλέπω.

Ο Ρότζερ κατάλαβα ότι ήταν τέλειος την πρώτη κιόλας φορά που τον άκουσα να παραγγέλνει μια κρύα μπύρα. Μια κρύα μπύρα - Χα χα, δεν μπορώ να σκεφτώ μια καλύτερη περιγραφή για τον Ρότζερ. Τις πρώτες μέρες οι μπαργούμεν τον φλέρταραν ανοιχτά αλλά αυτός δεν τους έδινε μεγάλη σημασία. Έως τη στιγμή που ήρθε η Μαντλίν ποτέ δεν ήμουν σίγουρη για τον τύπο γυναίκας που προτιμούσε.
Τώρα σκέφτομαι ότι πρέπει να ήμουν η μοναδική σε εκείνο το μπαρ που έψαχνε κάτι μονιμότερο. 



Και έτσι πέρασα τη νύχτα μου με τον Ρότζερ. Θυμάμαι ότι πήγε στο μπάνιο να αλλάξει κι εγώ κάθισα εκεί που υπέθεσα ότι θα ήταν η δική μου πλευρά του κρεβατιού. Από εκείνη την νύχτα δεν μου ζήτησε ποτέ να φύγω. Είναι μια βολική σχέση. Δεν τον άκουσα ποτέ να μου φωνάζει ούτε να μου μιλάει άσχημα.

Ντριιν.... Αυτό το καταραμένο ξυπνητήρι. Ο ήχος του θα συνεχιζόταν για πάντα αν ο Ρότζερ δεν το έκλεινε. Μια φορά προσπάθησα να τεντωθώ και να το κλείσω αλλά το μόνο που κατάφερα ήταν να το ρίξω στο πάτωμα, πράγμα που τον ενόχλησε ακόμα περισσότερο. Βέβαια δεν είπε τίποτα, αλλά εγώ πήρα την απόφαση: ποτέ ξανά!
Κοιμάμαι πολύ ελαφρά - η μικρότερη μετακίνηση ή ήχος, με ξυπνάει. Αν μόνο μου το είχε ζητήσει, θα μπορούσα να τον ξυπνάω πολύ πιο γλυκά κάθε πρωί.

Μισοκοιμισμένος ο Ρότζερ μου άγγιξε απαλά το κεφάλι. Κατόπιν χασμουρήθηκε, τεντώθηκε και δήλωσε όπως κάνει κάθε πρωί, «πρέπει να βιαστώ αλλιώς θα αργήσω στο γραφείο.» Υποθέτω ότι μερικές θα είχαν ενοχληθεί από την προβλεψιμότητα της ρουτίνας του πρωινού μας - αλλά όχι εγώ. Ήταν μέρος μιας ζωής με αίσθηση ασφάλειας, πιστεύοντας ότι επιτέλους είχα βρει κάτι σημαντικό.
Ο Ρότζερ κατόρθωσε να πάρει τα πόδια του και να πάει προς το μπάνιο. Βγήκε δεκαπέντε λεπτά αργότερα, όπως πάντα, ελαφρώς καλύτερος απ' ότι είχε μπει. Έχω μάθει να ζω με τη ρουτίνα του, κι έχει μάθει να δέχεται τη μανία μου για την καθαριότητα.

«Σήκω τεμπέλα» είπε, αλλά έπειτα μόνο χαμογέλασε όταν είδε ότι αρνήθηκα να αφήσω το ζεστό κρεβάτι.
«Υποθέτω ότι περιμένεις να σου φτιάξω και πρωινό» πρόσθεσε ενώ ήδη κατέβαινε τις σκάλες προς την κουζίνα. Δεν μπήκα στον κόπο να απαντήσω. Ήξερα ότι σε λίγα λεπτά θα άνοιγε την μπροστινή πόρτα, που θα έβρισκε την εφημερίδα του, την αλληλογραφία και το γάλα. Αξιόπιστος όπως πάντα, θα έβαζε την καφετιέρα, θα γέμιζε ένα μπολ με δημητριακά και θα πρόσθετε λίγο γάλα.
Μετά θα άκουγα τον χαρακτηριστικό ήχο της καφετιέρας, και τελικά το τράβηγμα της καρέκλας στο πάτωμα. Αυτό ήταν το σήμα για μένα ότι είναι ώρα να κατέβω.
Τέντωσα τα πόδια μου αργά, είδα ότι τα νύχια μου χρειάζονταν μια σχετική περιποίηση. Είχα αποφασίσει ήδη ότι θα πλυθώ με την ησυχία μου αφού φύγει για το γραφείο.
Αισθάνθηκα τόσο χαρούμενη που πήδησα κυριολεκτικά από το κρεβάτι. Σε ελάχιστα δευτερόλεπτα ήμουν κάτω. Αν και είχε ήδη μπουκωθεί με τα δημητριακά του, σταμάτησε μόλις με είδε.

«Καλοσύνη σας που μας τιμήσατε με την παρουσία σας» είπε, κι ένα χαμόγελο απλώθηκε στο πρόσωπό του.

Έτρεξα κοντά του και περίμενα με λαχτάρα.
Έσκυψε και ακούμπησε το μπολ μπροστά μου.
Άρχισα να γλύφω λαίμαργα το γάλα ενώ η ουρά μου κουνιόταν χαρούμενα.
Είναι μύθος ότι κουνάμε τις ουρές μας μόνο όταν είμαστε θυμωμένες...




2 comments:

  1. Ποιος είπε ότι οι καλύτερες σχέσεις φτιάχνονται μεταξύ της ίδιας ράτσας;

    ReplyDelete
  2. http://www.youtube.com/watch?αv=PEGV0VIDA9w

    ReplyDelete