Wednesday, October 17, 2012

“La morte”

Guy de Maupassant, 1881


Την είχα ερωτευτεί απελπισμένα.

Γιατί ερωτεύεται κανείς; Δεν είναι παράξενο να μην έχεις πια μάτια για τίποτα άλλο στο κόσμο παρά μόνο για ένα πλάσμα, να μην έχεις στο μυαλό παρά μία σκέψη, στην καρδιά μόνο έναν πόθο και στο στόμα μόνο ένα όνομα, ένα όνομα που σου έρχεται στο νου ασταμάτητα, που ανεβαίνει σαν το νερό μιας πηγής από τα βάθη της ψυχής, που ανεβαίνει στα χείλια, και το λες, το ξαναλές, το ψιθυρίζεις ασταμάτητα παντού, σαν προσευχή.

Όχι, δε θα διηγηθώ την ιστορία μας. Η αγάπη είναι μια και μοναδική, η ίδια πάντα. Την είχα συναντήσει και την είχα αγαπήσει. Αυτό είναι όλο. Και είχα ζήσει ένα χρόνο μέσα στην τρυφερότητα της, μέσα στην αγκαλιά της, μέσα στο χάδι της, μέσα στο βλέμμα της, μέσα στα φορέματα της, στα λόγια της, τυλιγμένος, δεμένος, αιχμάλωτος σ’ όλα όσα έρχονταν από εκείνη, με έναν τρόπο τόσο απόλυτο που δεν ήξερα πια αν ήταν μέρα ή νύχτα, αν ήμουν νεκρός ή ζωντανός, αν βρισκόμουν στη γερασμένη γη ή κάπου αλλού.

Να όμως που πέθανε. Πώς; Δεν ξέρω, δεν ξέρω πια.



Γύρισε στο σπίτι μουσκεμένη κάποια βροχερή νύχτα και την επομένη έβηχε. Έβηχε σχεδόν μια ολόκληρη βδομάδα κι έπεσε στο κρεβάτι. Τί έγινε; Δεν ξέρω πια.

Έρχονταν γιατροί, έγραφαν συνταγές, έφευγαν. Έφερναν γιατρικά, μια γυναίκα της τα έδινε. Τα χέρια της ήταν ζεστά, το μέτωπο της καυτό και υγρό, το βλέμμα της σπίθιζε μέσα στη θλίψη του. Της μιλούσα, μου απαντούσε. Τί είπαμε ο ένας στον άλλον; Δεν ξέρω πια. Τα ξέχασα όλα, όλα, όλα! Πέθανε, θυμάμαι πολύ καλά το μικρό αναστεναγμό της, το μικρό τόσο αδύναμο αναστεναγμό της, το στερνό. Η γυναίκα που τη φύλαγε είπε : «Αχ!». Κατάλαβα , κατάλαβα! Δεν έμαθα τίποτα άλλο πια. Τίποτα. Είδα έναν παπά που πρόφερε εκείνη τη λέξη: «Η ερωμένη σας». Μου φάνηκε πως την πρόσβαλε. Αφού ήταν πια νεκρή, δεν είχαν το δικαίωμα να το ξέρουν. Τον έδιωξα. Ήρθε ένας άλλος που στάθηκε πολύ καλός, πολύ γλυκός. Έκλαψα όταν μου μίλησε γι αυτήν.

Μου πρότειναν χίλια δυο πράγματα για την ταφή. Δεν ξέρω πια. Θυμάμαι, πάντως, πολύ καλά το φέρετρο, τον ήχο από τα σφυροκοπήματα όταν το κάρφωναν μ’ εκείνη μέσα. Αχ, Θεέ μου! Την έθαψαν! Την έθαψαν! Εκείνη! Μέσα σ’ αυτή την τρύπα. Είχαν έρθει κάποια άτομα, κάποιοι φίλοι.
Έφυγα μακριά. Έτρεξα. Περπάτησα πολύ στους δρόμους. Μετά γύρισα στο σπίτι μου. Την επόμενη έφυγα ταξίδι.

Χθες επέστρεψα στο Παρίσι.
Όταν ξαναντίκρισα το δωμάτιο μου, το δωμάτιο μας, το κρεβάτι μας, τα έπιπλα μας, όλο αυτό το σπίτι στο οποίο είχε απομείνει ότι απομένει από τη ζωή ενός πλάσματος μετά το θάνατο του, με ξανάπιασε τόσο βασανιστικά ο πόνος, που παραλίγο να ανοίξω το παράθυρο και να πηδήξω στο δρόμο. Πήρα το καπέλο μου για να φύγω, καθώς δεν άντεχα πια να ζω κυκλωμένος απ’ αυτά τα πράγματα, αυτούς τους τοίχους που την είχαν φυλακίσει, την είχαν προστατέψει και θα έπρεπε να έχουν φυλάξει μέσα στις αδιόρατες χαραμάδες τους χιλιάδες άτομα δικά της, από τη σάρκα της και από την ανάσα της. Ξάφνου, τη στιγμή ακριβώς που έφτανα στην πόρτα, πέρασα μπροστά από το μεγάλο καθρέφτη του προθαλάμου, που τον είχε βάλει εκεί για να κοιτάζεται από πάνω μέχρι κάτω, κάθε μέρα όταν ετοιμαζόταν να βγει, για να δει αν η τουαλέτα της της πήγαινε, αν ήταν όλα εντάξει κι αν έδειχνε ωραία, από τα μποτίνια μέχρι το χτένισμα.

Και στάθηκα όρθιος αντίκρυ σ’ εκείνο τον καθρέφτη που τόσες φορές είχε καθρεφτιστεί. Τόσες φορές, τόσες φορές, που θα έπρεπε να είχε κρατήσει κι αυτός την εικόνα της.
Στεκόμουν εκεί όρθιος, τρέμοντας, με τα μάτια καρφωμένα στο γυαλί, πάνω στο επίπεδο γυαλί, το βαθύ, το άδειο, που όμως την είχε κρατήσει ολόκληρη, την κατείχε όσο κι εγώ, όσο και το παθιασμένο βλέμμα μου. Μου φάνηκε πως αγαπούσα αυτόν τον καθρέφτη – τον άγγιξα – ήταν κρύος! Ω, η ανάμνηση! Η ανάμνηση! Καθρέφτη τυραννικέ, καθρέφτη εσύ που καις, καθρέφτη ζωντανέ, καθρέφτη φριχτέ που επιβάλλεις όλα τα μαρτύρια!

Μακάριοι όσοι έχουν καρδιά σαν τον πάγο όπου γλιστρούν και σβήνονται τα καθρεφτίσματα, κι η καρδιά τους ξεχνά όσα είχε μέσα της, όλα όσα πέρασαν από μπροστά της, όσα αντίκρισε, καθρέφτισε μέσα στη στοργή, μέσα στον έρωτα της. Πόσο πονώ!

Βγήκα και παρά τη θέληση μου, δίχως να το ξέρω, δίχως να το θέλω, πήγα προς το κοιμητήριο. Βρήκα τον απέριττο τάφο της. Ένας μαρμάρινος σταυρός με λίγες λέξεις: «Αγάπησε, αγαπήθηκε και πέθανε.».

Βρισκόταν εκεί, εκεί κάτω, σάπιζε. Τι φρίκη! Θρηνούσα με το μέτωπο να ακουμπά στο χώμα.
Έμεινα εκεί πολύ, πολύ. Ύστερα πρόσεξα πως έπεφτε το βράδυ. Τότε με κατέλαβε ένας πόθος αλλόκοτος, τρελός, ο πόθος ενός απελπισμένου εραστή. Θέλησα να περάσω τη νύχτα κοντά της, μια τελευταία νύχτα, να κλάψω στον τάφο της. Όμως θα με έβλεπαν, θα με έδιωχναν. Τι να κάνω; Σκέφτηκα πονηρά. Σηκώθηκα και βάλθηκα να τριγυρνάω σ’ εκείνη την πολιτεία των χαμένων. Πήγαινα, πήγαινα. Πόσο μικρή ήταν αυτή η πολιτεία δίπλα στην άλλη, την πόλη των ζωντανών! Κι όμως, αυτοί οι νεκροί πόσο περισσότεροι είναι από τους ζωντανούς. Εμείς χρειαζόμαστε ψηλά σπίτια, δρόμους, τόσο χώρο για τις τέσσερις γενιές που βλέπουν ταυτόχρονα το φως της μέρας, πίνουν νερό από τις πηγές, κρασί από τα σταφύλια και τρώνε ψωμί από τις πεδιάδες.

Και για όλες τις γενιές των νεκρών, για όλη αυτή την κλίμακα της ανθρωπότητας που φτάνει ως εμάς, ένα τίποτα σχεδόν, ένα χωράφι, ένα τίποτα! Η γη τους ξαναπαίρνει, η λησμονιά τους σβήνει. Αντίο!

Στην άκρη του κατοικημένου κοιμητηρίου, παρατήρησα ξαφνικά το εγκαταλειμμένο κοιμητήριο, εκεί όπου οι παλιοί νεκροί καταλήγουν να γίνουν ένα με το χώμα, εκεί όπου και οι σταυροί σαπίζουν, εκεί όπου θα βάλουν αύριο τους στερνοφερμένους. Είναι γεμάτο αγριοτριαντάφυλλα, κυπαρίσσια ρωμαλέα και σκοτεινά, ένας θλιμμένος και υπέροχος κήπος, που τρέφεται από την ανθρώπινη σάρκα.
Ήμουν μόνος, ολομόναχος. Ζάρωσα σ’ ένα πράσινο δέντρο. Κρύφτηκα μέσα του ολόκληρος, ανάμεσα στα λιπαρά και σκοτεινά κλαδιά του. Και περίμενα γαντζωμένος στον κορμό σαν ναυαγός στα συντρίμμια.

Όταν προχώρησε η νύχτα κι ήταν πια βαθύ σκοτάδι, άφησα το καταφύγιο μου κι άρχισα να περπατώ μαλακά, με βήματα αργά, με βήματα πνιχτά, πάνω σ’ εκείνη τη γεμάτη με νεκρούς γη.
Περιπλανήθηκα πολύ, πολύ. Δεν την έβρισκα. Με τα χέρια μου απλωμένα, τα μάτια μου ορθάνοιχτα, χτυπώντας πάνω στους τάφους με τα πόδια μου, με τα γόνατα μου, με το στήθος μου, ακόμα και με το κεφάλι μου, προχωρούσα χωρίς να τη βρίσκω. Άγγιζα, ψηλάφιζα σαν τυφλός που ψάχνει το δρόμο του, ψηλάφιζα πέτρες, σταυρούς, σιδερένια κάγκελα, γυάλινα στεφάνια, στεφάνια με μαραμένα άνθη. Διάβαζα τα ονόματα με τα δάχτυλα μου, περιφέροντας τα πάνω στα γράμματα. Τι νύχτα! Τι νύχτα! Δεν την έβρισκα!

Ούτε φεγγάρι! Τι νύχτα! Φοβόμουν, φοβόμουν φριχτά μέσα σ’ εκείνα τα στενά μονοπάτια, ανάμεσα σε δυο σειρές τάφων. Τάφοι! Τάφοι! Τάφοι! Όλο τάφοι! Δεξιά, αριστερά, μπροστά μου, γύρω μου, παντού τάφοι! Κάθισα σε ένα τάφο γιατί δεν μπορούσα να περπατήσω άλλο, τα γόνατα μου λύγιζαν. Άκουγα την καρδιά μου να χτυπάει! Και άκουγα και κάτι άλλο! Τί; Έναν μπερδεμένο, ακατανόμαστο θόρυβο! Να’ ταν άραγε μέσα στο τρελαμένο μου κεφάλι, μέσα στην αδιαπέραστη νύχτα ή κάτω στη σπαρμένη με ανθρώπινα κουφάρια γη, αυτός ο θόρυβος; Κοίταξα γύρω μου!

Πόσο έμεινα εκεί; Δεν ξέρω. Είχα παραλύσει από τον τρόμο, είχα μεθύσει από τη φρίκη, ήμουν έτοιμος να ουρλιάξω, έτοιμος να πεθάνω.
Και ξάφνου, μου φάνηκε πως η μαρμάρινη ταφόπλακα που πάνω της καθόμουν, κουνήθηκε. Σίγουρα κουνήθηκε, σα να τη είχαν ανασηκώσει. Με ένα πήδημα, πετάχτηκα στο διπλανό τάφο και είδα – μάλιστα – είδα την πέτρα που μόλις είχα αφήσει να σηκώνεται ολόρθη. Και εμφανίστηκε ο νεκρός, ένας γυμνός σκελετός που με την καμπουρωτή του ράχη ανασήκωνε την πέτρα. Έβλεπα, έβλεπα ολοκάθαρα παρά το βαθύ σκοτάδι. Πάνω στο σταυρό μπόρεσα να διαβάσω:
« Εδώ αναπαύεται ο Ζακ Ολιβάν, που απεβίωσε σε ηλικία πενήντα ενός ετών. Αγαπούσε τους δικούς του, ήταν τίμιος και καλός και πέθανε εν ειρήνη του Κυρίου».

Τώρα διάβαζε και ο νεκρός αυτά που ήταν γραμμένα πάνω στον τάφο του. Ύστερα μάζεψε μια πέτρα από το μονοπάτι, μια μικρή μυτερή πέτρα και βάλθηκε να ξύνει προσεκτικά αυτά τα λόγια. Τα έσβησε εντελώς, αργά, κοιτώντας με τα άδεια του μάτια τη θέση όπου πριν λίγο βρίσκονταν χαραγμένα. Και με την άκρη του οστού που ήταν κάποτε ο δείκτης του, έγραψε με γράμματα λαμπερά, που έμοιαζαν με τις γραμμές που τραβά κανείς στου τοίχους με την άκρη ενός σπίρτου:
«Εδώ αναπαύεται ο Ζακ Ολιβάν, που απεβίωσε σε ηλικία πενήντα ενός ετών. Επέσπευσε με τη σκληράδα του το θάνατο του πατέρα του τον οποίο ήθελε να κληρονομήσει, βασάνισε τη γυναίκα του, ταλαιπώρησε τα παιδιά του, κορόιδεψε τους γείτονες του, έκλεψε όταν μπόρεσε και πέθανε άθλιος».

Όταν ολοκλήρωσε το γράψιμο, ο νεκρός, ακίνητος, παρατήρησε το έργο του. Γυρνώντας, πρόσεξα πως όλοι οι τάφοι είχαν ανοιχτεί, πως όλα τα πτώματα είχαν βγει, είχαν σβήσει όλα τα ψέματα που είχαν γράψει οι συγγενείς στην ταφόπλακα τους για να τα αντικαταστήσουν με την αλήθεια.

Και έβλεπα πως όλοι είχαν σταθεί δήμιοι των συνανθρώπων τους, γεμάτοι μίσος, άτιμοι, υποκριτές, ψεύτες, απατεώνες, συκοφάντες, ζηλιάρηδες, είχαν κλέψει, εξαπατήσει, είχαν κάνει όλες τις άτιμες πράξεις, όλες τις αποτρόπαιες πράξεις, αυτοί οι καλοί πατεράδες, εκείνοι οι αφοσιωμένοι γιοι, αυτές οι αγνές κοπέλες, εκείνοι οι έντιμοι έμποροι, αυτοί οι άντρες κι αυτές οι γυναίκες που αναφέρονταν ως άμεμπτοι.

Έγραφαν συγχρόνως όλοι μαζί, πάνω στο κατώφλι της αιώνιας κατοικίας τους, τη σκληρή, φοβερή και άγια αλήθεια που όλος ο κόσμος αγνοεί ή κάνει πως αγνοεί πάνω στη γη.

Σκεφτόμουν πως κι εκείνη θα έπρεπε να χάραζε πάνω στον τάφο της. Και τώρα πια χωρίς φόβο, τρέχοντας ανάμεσα στα μισάνοιχτα φέρετρα, ανάμεσα σε πτώματα, ανάμεσα σε σκελετούς, πήγαινα σ’ εκείνην, σίγουρος πως θα την έβρισκα αμέσως.

Την αναγνώρισα από μακριά, δίχως να δω το σαβανωμένο πρόσωπο. Και πάνω στο μαρμάρινο σταυρό που μόλις είχα διαβάσει «Αγάπησε, αγαπήθηκε και πέθανε» διέκρινα:

«Μια μέρα που είχε βγει για να απατήσει τον εραστή της, κρύωσε μέσα στην βροχή και πέθανε».

Απ’ ότι φαίνεται με μάζεψαν, μόλις ξημέρωσε, δίπλα από έναν τάφο.








2 comments:

  1. ....
    Δεν ξέρω αν έχει σημασία αυτό που μας δίνουν, αυτό που μας κάνουν. Ίσως να σημαίνουν μόνο όσα παίρνουμε κι όσα νιώθουμε. Κι ακόμα περισσότερη όσα δίνουμε εμείς απλόχερα.
    Όποιος έχει αγαπήσει έχει κάνει ένα θαύμα. Όποιος ένιωσε οτι αγαπήθηκε έχει αφεθεί στο να πιστεύει οτι του συνέβη ένα μεγάλο θαύμα. Το να αφεθείς, να εμπιστευτείς και να δέχεσαι είναι ίσως το μεγαλύτερο θαύμα απ'όλα.

    Μπορεί άραγε η Αλήθεια να γκρεμίσει αυτά που ένιωσες; Θα ήθελα να ξέρω τι ένιωσες όταν ξύπνησες και πώς σου φάνηκε ο τάφος. Αν τον είδες με άλλα μάτια πια...

    ReplyDelete
  2. Felicidades por tu blog,haces un trabajo muy bueno.
    http://kanito78.blogspot.com.es/

    ReplyDelete