Guy de Maupassant, 1881
Την είχα ερωτευτεί απελπισμένα.
Γιατί ερωτεύεται κανείς; Δεν είναι παράξενο να μην έχεις πια μάτια για τίποτα άλλο στο κόσμο παρά μόνο για ένα πλάσμα, να μην έχεις στο μυαλό παρά μία σκέψη, στην καρδιά μόνο έναν πόθο και στο στόμα μόνο ένα όνομα, ένα όνομα που σου έρχεται στο νου ασταμάτητα, που ανεβαίνει σαν το νερό μιας πηγής από τα βάθη της ψυχής, που ανεβαίνει στα χείλια, και το λες, το ξαναλές, το ψιθυρίζεις ασταμάτητα παντού, σαν προσευχή.
Όχι, δε θα διηγηθώ την ιστορία μας. Η αγάπη είναι μια και μοναδική, η ίδια πάντα. Την είχα συναντήσει και την είχα αγαπήσει. Αυτό είναι όλο. Και είχα ζήσει ένα χρόνο μέσα στην τρυφερότητα της, μέσα στην αγκαλιά της, μέσα στο χάδι της, μέσα στο βλέμμα της, μέσα στα φορέματα της, στα λόγια της, τυλιγμένος, δεμένος, αιχμάλωτος σ’ όλα όσα έρχονταν από εκείνη, με έναν τρόπο τόσο απόλυτο που δεν ήξερα πια αν ήταν μέρα ή νύχτα, αν ήμουν νεκρός ή ζωντανός, αν βρισκόμουν στη γερασμένη γη ή κάπου αλλού.
Να όμως που πέθανε. Πώς; Δεν ξέρω, δεν ξέρω πια.
Την είχα ερωτευτεί απελπισμένα.
Γιατί ερωτεύεται κανείς; Δεν είναι παράξενο να μην έχεις πια μάτια για τίποτα άλλο στο κόσμο παρά μόνο για ένα πλάσμα, να μην έχεις στο μυαλό παρά μία σκέψη, στην καρδιά μόνο έναν πόθο και στο στόμα μόνο ένα όνομα, ένα όνομα που σου έρχεται στο νου ασταμάτητα, που ανεβαίνει σαν το νερό μιας πηγής από τα βάθη της ψυχής, που ανεβαίνει στα χείλια, και το λες, το ξαναλές, το ψιθυρίζεις ασταμάτητα παντού, σαν προσευχή.
Όχι, δε θα διηγηθώ την ιστορία μας. Η αγάπη είναι μια και μοναδική, η ίδια πάντα. Την είχα συναντήσει και την είχα αγαπήσει. Αυτό είναι όλο. Και είχα ζήσει ένα χρόνο μέσα στην τρυφερότητα της, μέσα στην αγκαλιά της, μέσα στο χάδι της, μέσα στο βλέμμα της, μέσα στα φορέματα της, στα λόγια της, τυλιγμένος, δεμένος, αιχμάλωτος σ’ όλα όσα έρχονταν από εκείνη, με έναν τρόπο τόσο απόλυτο που δεν ήξερα πια αν ήταν μέρα ή νύχτα, αν ήμουν νεκρός ή ζωντανός, αν βρισκόμουν στη γερασμένη γη ή κάπου αλλού.
Να όμως που πέθανε. Πώς; Δεν ξέρω, δεν ξέρω πια.